-
1 αθέμιτα
ἄθεμιςlawless: masc /fem acc sgἀθέμιστοςunlawful: neut nom /voc /acc plἀθέμιτοςunlawful: neut nom /voc /acc pl -
2 ἀθέμιτα
ἄθεμιςlawless: masc /fem acc sgἀθέμιστοςunlawful: neut nom /voc /acc plἀθέμιτοςunlawful: neut nom /voc /acc pl -
3 ἀ-τέλεστος
ἀ-τέλεστος, 1) unvollendet, d. i. a) ohne Erfolg, neben ἁλίη, ὁδός Od. 2, 273; πόνος Il. 4, 57; μὰψ αὔτως, ἀτέλεστον, σῖτον ἔδοντας Od. 16, 111, immerfort. – b) unausgeführt, Od. 8, 571. 18, 345; ἀτέλεστα λαλεῖν, vergebens, Strat. 16 (XII, 21). – c) was nicht ausgeführt werden darf, neben ἀϑέμιτα Antiph. 1, 22. – 2) nicht eingeweiht, βακχευμάτων Eur. Bacch. 40; neben ἀμύητος, ohne höhere Bildung, Plat. Phaed. 69 c; τῶν ἱερῶν καὶ μυστηρίων Plut. Flam. 2; τῷ ϑεῷ Ael. V. H. 3, 9.
-
4 ἀν-ήκουστος
ἀν-ήκουστος, nicht zu hören; so schrecklich, daß man es nicht hören kann, Soph. El. 1399; neben ἀϑέμιτα καὶ ατέλεστα – ϑεοῖς καὶ ἡμῖν Antiph. 1, 22, was man nicht hören darf; nicht gehorchend, τὸ ἀνήκουστον, Ungehorsam, Xen. Cyn. 3, 8.
-
5 негодный
него́дн||ыйприл1. ἄχρηστος, ἀκατάλληλος:\негодныйый к употреблению ἀκατάλληλος προς χρήσιν вода, \негодныйая для питья τό μή πόσιμο νερό· \негодныйый к военной службе ὁ ἀνίκανος γιά στρατιωτική θητεία· попытка с \негодныйыми средствами ἡ προσπάθεια μέ ἀθέμιτα μέσα·2. (дурной, скверный) разг:\негодныйый человек παλιάνθρωπος. -
6 неправда
неправд||аж ἡ ἀνάλήθεια / τό ψέμμα, τό ψεύδος (ложь):говорить \неправдау λέγω ψέμματα, ψεύδομαι· $то \неправда εἶναι ψέμμα, δέν εἶναι ἀλήθεια· ◊ всеми правдами и \неправдаами μέ ὀλα τά θεμιτά καί ἀθέμιτα μέσα -
7 правда
правд||аж1. ἡ ἀλήθεια:су́щая \правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· говорить кому́-л. \правдау в глаза́ λέω τήν ἀλήθεια κατάμουτρα· в этом нет ни доли \правдаы σ' αὐτό δέν ὑπάρχει οὔτε Ιχνος ἀληθείας·2. предик безл εἶναι ἀλήθεια:это \правда εἶναι ἀλήθεια, τοῦτο είνε ἀληθές· это совершенная \правда αὐτό εἶναι ἀληθέστατο· \правда, что он уезжает? εἶναι ἀλήθεια δτι φεύγει;·3. вводн. сл. εἶναι ἀλήθεια.., ἡ ἀλήθεια εἶναι...· ◊ твоя \правда· ἔχεις δίκιο· по \правдае говоря γιά νά πούμε τήν ἀλήθεια· всеми \правдаами и неправдами χρησιμοποιώντας θεμιτά κι ἀθέμιτα μέσα -
8 θεμιτός
η, ό[ν] законный, дозволенный; правый; справедливый, правильный;με θεμιτά κι' αθέμιτα μέσα — дозволенными и недозволенными средствами
-
9 нагреть
-ею, -еешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагретый, βρ: нагрет-а, -оρ.σ.μ.1. θερμαίνω, ζεσταίνω.2. μτφ. (απλ.) απατώ, κάνω απάτη; γελώ•его -л на сорок рублей του έφαγε σαράντα ρούβλια.
εκφρ.нагреть руки – αΐτ-σχροκερόώ, βγάζω αθέμιτα κέρδη.θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι•утюг -лся το σίδερο σιδερώματος ζεστάθηκε (έκαψε).
-
10 налево
επίρ. (προς τα) αριστερά•прохожий свернул налево ο διαβάτης έστριψε αριστερά•
молодёжь идёт налево (μτφ.) η νεολαία τραβάει αριστερά.
|| (απλ.) για εκτέλεση (θανατική). || (για κέρδος) παράνομα, αθέμιτα, κρυφά.εκφρ.-! – (παράγγελμα) κλίνατ επαριστερά! -
11 небезгрешный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. όχι αναμάρτητος (αμαρτωλός).2. άνομος, παράνομος•-ые доходи αθέμιτα έσοδα.
-
12 негодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно, πλθ. -годны.1. άχρηστος, αχρηστευμένος• ακατάληλ-λος•негодный материал άχρηστο υλικό•
-ая вещь άχρηστο πράγμα•
вода -ая для питья μη πόσιμο νερό.
2. τιποτένιος, αχρείος, κακός•негодный человек άχρηστος άνθρωπος (παλιάνθρωπος)•
-ое дело κακή πράξη.
|| ανίκανος•негодный к военной службе ανίκανος για στρατιωτική υπηρεσία.
εκφρ.- ые средства – αθέμιτα μέσα. -
13 недозволенный
επ.απαγορευμένος, ανεπίτρεπτος• αθέμιτος•дозволенные и -ые средства θεμιτά κα αθέμιτα μέσα.
-
14 правда
-ы θ.1. αλήθεια•он всега говорит -у αυτός πάντοτε λέει την αλήθεια•
сущая правда πραγματική αλήθεια•
правда глаза колет παρμ. η αλήθεια είναι πικρή.
|| η σωστότητα (απόψεων κ.τ.τ.). || πραγματικότητα. || βλ. правота.2. δίκαιο, δικαιοσύνη•искать -у αναζητώ (γυρεύω) την αλήθεια.
3. παλ. κώδικας, θεσμολόγιο.4. ω? κατηγ. είναι αλήθεια, σωστό, δίκαιο.5. παρνθ. λ. πραγματικά, αλήθεια. || ερωτηματικό αλήθεια; είναι δυνατόν,• не правда ли? δεν είναι αλήθεια;εκφρ.всеми -ами и неправдами – με όλα τα μέσα (θεμιτά και αθέμιτα)по -е говоря ή -у говоря ή сказать – (παρενθετικό) για να είμαι αληθής•по -е – τίμια, σωστά•правда-матка – αλήθεια πραγματική•- у-матку резать – (απλ.) ανοιχτά, καθαρά, σταράτα ειλικρινά•смотреть (глядеть) -е в глаза ή в лицо – αντικρίζω (εκτιμώ) την αλήθεια θαρρετά, ατάραχα, νηφάλια•что правда, то правда – η αλήθεια να λέγεται. -
15 цапать
ρ.δ.μ. (απλ.).1. πιάνω, γραπώνω. || ραμφίζω, τσιμπώ.2. αρπάζω• αδράχνω•цапать руками αδράχνω με τα χέρια•
цапать пальцами αρπάζω με τα δάχτυλα.
3. αποκτώ (με αθέμιτα μέσα).,1. βλ. ενεργ. φ. (1 σημ.).2. αλληλοπιάνομαι, αλληλοαρπάζομαι.3. δράττομαι, αρπάζομαι. -
16 ἀθέμιστος
ἀθέμ-ιστος or [full] ἀθέμιτος, ον, (the former in Poetry, the latter more correct in Prose) = foreg., Il.9.63; of the Cyclopes, Od.9.106;II of things, unlawful, freq. in neut.,ἀθέμιτα ἔρδειν Hdt.7.33
;ποιεῖν X.Mem.1.1.9
;εὔχεσθαι Id.Cyr.1.6.6
; (dub.), Din.Fr.89.4S.;κείνοις δ' οὐκ ἀθέμιστον IG14.1389i
i29:—ἀ. εἰδωλολατρεῖαι 1 Ep.Pet.4.3
: c. dat.,αἷς [θεαῖς] ἀ. νεκρὰ σώματα PTaur. 1 ii 22
(ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθέμιστος
См. также в других словарях:
ἀθέμιτα — ἄθεμις lawless masc/fem acc sg ἀθέμιστος unlawful neut nom/voc/acc pl ἀθέμιτος unlawful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθέμιτος — η, ο (Α ἀθέμιτος, ον) αυτός που παραβαίνει τους νόμους, τα καθιερωμένα, την ηθική τάξη, μη θεμιτός, άνομος, ανήθικος φρ. «αθέμιτος ανταγωνισμός», «αθέμιτοι πράξεις», «αθέμιτοι εταιρείαι», «αθέμιτα έργα» νεοελλ. φρ. «άρρητα αθέμιτα» (ή κατά… … Dictionary of Greek
неподобьныи — (190) пр. 1.Неподобающий: ни одиному клирикѹ. ни в городѣ сѹща ни на пѹти ходѧщю. в рiзы не(п)добны˫а облачитисѧ. КН 1280, 517г; Не плоть предажь пищи. и неподобнымь чрева сластемъ. (ταῖς ἀκαϑέκτοις) ПНЧ 1296, 67; неподобьно средн. в сост. сказ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
безбожьныи — (121) пр. Безбожный, иноверный; еретический; нечестивый: на обличениѥ безбожьны˫а ихъ. и преѡсквьрнѥны˫а ересы. (ἀϑέου) КЕ XII, 265а; дорофеи. иже тоѥ безбожноѥ ѥреси бывъ поборникъ. (ἀϑέως) КР 1284, 380в; безбожныи твои свѣтъ. (ἀϑέσμου) ПНЧ 1296 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άρρητος — η, ο (AM ἄρρητος, ον) ο ανέκφραστος, ο απερίγραπτος νεοελλ. άρρητα ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα μάραθα», «άρρατ αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα») αρχ. 1. αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο μυστικός 2. ο απερίγραπτος, ο φριχτός … Dictionary of Greek
αδικομαχώ — (Α ἀδικομαχῶ, έω) [ἀδικόμαχος] νεοελλ. μάταια κοπιάζω, ματαιοπονώ αρχ. αγωνίζομαι με άδικα, αθέμιτα μέσα, ιδιαίτερα σε δικαστικούς αγώνες … Dictionary of Greek
αθεμιτουργώ — ἀθεμιτουργῶ, ( έω) (Μ) [*ἀθεμιτουργός] κάνω παράνομα, αθέμιτα έργα, κάνω ανομίες … Dictionary of Greek
αισχροκερδής — ές (Α αἰσχροκερδής) νεοελλ. αυτός που επιτυχαίνει αθέμιτα κέρδη αρχ. αυτός που επιζητεί αισχρά κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + κερδής < κέρδος. ΠΑΡ. αισχροκέρδεια, αισχροκερδώ] … Dictionary of Greek
αισχροκερδώ — ( έω) (Α αἰσχροκερδῶ) [αἰσχροκερδής] είμαι αισχροκερδής, ασκώ αισχροκέρδεια, πραγματοποιώ αθέμιτα κέρδη … Dictionary of Greek
αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… … Dictionary of Greek
ανταγωνισμός — (Βιολ.). Όρος ο οποίος αναφέρεται σε τρεις διαφορετικούς τομείς. 1. Α. που εμφανίζεται ανάμεσα σε δύο οργανισμούς που μεγαλώνουν πολύ κοντά o ένας στον άλλο. Έχει ως αποτέλεσμα την καταστολή της ανάπτυξης του ενός λόγω της δημιουργίας αντίξοων… … Dictionary of Greek