-
1 ἀψινθίτης
-
2 ἀψινθίτης
-
3 αψινθίτης
ο см. αψινθατο -
4 ἀψινθίτης
ἀψινθ-ίτης [ῑ] οἶνος wineA prepared with wormwood, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀψινθίτης
-
5 absinthites
absinthītēs, ae, m. (ἀψινθίτης, ὁ), Wermutwein, Col. u. Plin.
-
6 absinthites
absinthītēs, ae, m. (ἀψινθίτης, ὁ), Wermutwein, Col. u. Plin.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > absinthites
-
7 ἀψίνθιον
Grammatical information: n.Meaning: `wormwood, Artemisia Absinthium' (Hp.).Derivatives: ἀψινθίτης οἶνος (Dsc.); ἀψινθᾶτον `drink prepared with w.' (Aët.) and ἀψινθάτιον (Pap.); cf. Lat. absinthiātum ( vinum).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The suffix - νθ- proves Pre-Gr. origin.Page in Frisk: 1,204Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀψίνθιον
См. также в других словарях:
αψινθίτης — ἀψινθίτης, ο (AM) [άψινθος] κρασί στο οποίο προστίθεται αψιθιά … Dictionary of Greek
άψινθος — η (Α ἄψινθος) φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο νθ , το οποίο χαρακτηρίζει… … Dictionary of Greek