Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀχάλκευτος

См. также в других словарях:

  • αχάλκευτος — η, ο (Α ἀχάλκευτος, ον) νεοελλ. (για σκευωρία) που δεν χαλκεύθηκε ή δεν εξυφάνθηκε εναντίον κάποιου αρχ. αυτός που δεν χαλκεύθηκε, που δεν κατασκευάστηκε από κατεργασμένο χαλκό …   Dictionary of Greek

  • ἀχάλκευτον — ἀχάλκευτος not forged of metal masc/fem acc sg ἀχάλκευτος not forged of metal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχαλκεύτοις — ἀχάλκευτος not forged of metal masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχαλκεύτοισι — ἀχάλκευτος not forged of metal masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχαλκεύτοισιν — ἀχάλκευτος not forged of metal masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχαλκεύτου — ἀχάλκευτος not forged of metal masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχαλκεύτων — ἀχάλκευτος not forged of metal masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχαλκεύτῳ — ἀχάλκευτος not forged of metal masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχάλκευτα — ἀχάλκευτος not forged of metal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»