Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀφθαρσία

См. также в других словарях:

  • ἀφθαρσία — ἀφθαρσίᾱ , ἀφθαρσία incorruption fem nom/voc/acc dual ἀφθαρσίᾱ , ἀφθαρσία incorruption fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθαρσίᾳ — ἀφθαρσίαι , ἀφθαρσία incorruption fem nom/voc pl ἀφθαρσίᾱͅ , ἀφθαρσία incorruption fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφθαρσία — η (AM ἀφθαρσία) [άφθαρτος] το να μην υπόκειται κάποιος ή κάτι σε φθορά, η αθανασία, η αιωνιότητα νεοελλ. φρ. «βρίσκομαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας» βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση αρχ. ακεραιότητα, αγνότητα, καθαρότητα …   Dictionary of Greek

  • αφθαρσία — η το να είναι κανείς άφθαρτος, ακατάλυτος: Αξίωμα της φυσικής επιστήμης είναι η αφθαρσία της ύλης και της ενέρνειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφθαρσίας — ἀφθαρσίᾱς , ἀφθαρσία incorruption fem acc pl ἀφθαρσίᾱς , ἀφθαρσία incorruption fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθαρσίαι — ἀφθαρσία incorruption fem nom/voc pl ἀφθαρσίᾱͅ , ἀφθαρσία incorruption fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθαρσίαν — ἀφθαρσίᾱν , ἀφθαρσία incorruption fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφθαρσία — ἡ, Μ [ἀφθαρσία] ταυτόχρονη ή παρόμοια αφθαρσία …   Dictionary of Greek

  • Äon (Theologie) — Der Begriff Äon stammt vom Griechischen ὁ αἰών (ho aión, aus archaischem Griechisch ὁ αἰϝών; aiwón)) und kann, je nach Zusammenhang, in dem das Wort steht, Lebenszeit, Leben, Generation, Zeit, Zeitdauer, Zeitraum und Ewigkeit bedeuten[1]. Im… …   Deutsch Wikipedia

  • нетьлѣниѥ — НЕТЬЛѢНИ|Ѥ (43), ˫А с. Вечность; бессмертие: не крьщени˫а ради приѥмлѥть. нетьлѣниѥ б҃жьствьноѥ одѣниѥ вѣрьныихъ. нъ мл҃твою и дѣлъмь. (ἄφϑαρτον) КЕ XII, 260б; и своѥго ради причѧщени˫а. на нетьлѣниѥ чл҃вкы прѣтворьшаго. УСт XII/XIII, 204; ˫адъ и …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»