-
1 ατρακτυλίς
-
2 ἀτρακτυλίς
-
3 ἀτρακτυλίς
ἀτρακτυλίς, ίδος, ἡ, auch ἀτρακτυλλίς geschrieben, ein distelartiges Gewächs, das man zu Spindeln brauchte, Arist. H. A. 9, 40; Theocr. 4, 52.
-
4 ατρακτυλις
- ίδος ἥ бот. атрактиллида (Kentrophyllum lanatum, - растение, из древесины которого изготовлялись веретена) Xen., Arst., Theocr. -
5 ἀτρακτυλίς
A spindle-thistle, used for making spindles, Carthamus lanatus, Arist.HA 627a8, Thphr.HP 6.4.6, Theoc.4.52(pl.), Dsc.3.93:—also [full] ἀτρακτύαλος (leg.- τυλλος), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτρακτυλίς
-
6 ἀτρακτυλίς
ἀτρακτυλίς, ἀτρακτυλλίς, ein distelartiges Gewächs, das man zu Spindeln brauchte -
7 ἀτρακτυλλίς
ἀτρακτυλίς, ἀτρακτυλλίς, ein distelartiges Gewächs, das man zu Spindeln brauchte -
8 atractylis
atractylis, ĭdis, f. carthame [plante]. --- Plin. 21, 184. - ἀτρακτυλίς, ίδις.* * *atractylis, ĭdis, f. carthame [plante]. --- Plin. 21, 184. - ἀτρακτυλίς, ίδις.* * *Atractylis, pen. cor. huius atractylidis, pen. cor. Plin. Espece de chardon ayant la fleur jaulne. -
9 atractylis
atractylis, lidis od. lidos, Akk. lida, f. (ἀτρακτυλίς), eine distelartige Pflanze, aus der man Spindeln (ἄτρακτος) machte, wolliges Bürstenkraut (Carthamus lanatus, L.), Plin. 21, 90 u. 184.
-
10 ατρακτυλίδα
-
11 ἀτρακτυλίδα
-
12 ατρακτυλίδας
-
13 ἀτρακτυλίδας
-
14 ατρακτυλίδι
-
15 ἀτρακτυλίδι
-
16 ατρακτυλίδος
-
17 ἀτρακτυλίδος
-
18 ατρακτυλίδων
-
19 ἀτρακτυλίδων
-
20 atractylis
atractylis, lidis od. lidos, Akk. lida, f. (ἀτρακτυλίς), eine distelartige Pflanze, aus der man Spindeln (ἄτρακτος) machte, wolliges Bürstenkraut (Carthamus lanatus, L.), Plin. 21, 90 u. 184.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > atractylis
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀτρακτυλίς — spindle thistle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατρακτυλίς — ἀτρακτυλ(λ)ίς, η (Α) ονομασία αγκαθερού φυτού από το οποίο κατασκεύαζαν αδράχτια … Dictionary of Greek
ἀτρακτυλίδα — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρακτυλίδας — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρακτυλίδι — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρακτυλίδος — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρακτυλίδων — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδιον — ἀσπίδιον, το (Α) [ασπίς] 1. η μικρή ασπίδα 2. το φυτό ατρακτυλίς 3. το φυτό άλυσσον, που το θεωρούσαν θεραπευτικό για τη λύσσα των σκυλιών … Dictionary of Greek
ζαφαράνα — και ζαφαρόνα, η το φυτό «ατρακτυλίς» ή «κάρδαμον το βαφικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοπερισκό za faran)] … Dictionary of Greek
ιξίνη — ἰξίνη, ἡ (Α) [ιξός] το φυτό ατρακτυλίς* η κομμιοφόρος … Dictionary of Greek
φόνος — ο, ΝΜΑ 1. βίαιη αφαίρεση τής ζωής, σκότωμα, φονικό, δολοφονία 2. κοινή, σήμερα, ονομασία είδους φυτού τού γένους ατρακτυλίς νεοελλ. ανθρωποκτονία αρχ. 1. ο θάνατος ως ποινή, η θανατική ποινή 2. τόπος όπου έγινε η παραπάνω πράξη 3. το αίμα που… … Dictionary of Greek