-
1 ατειχιστος
2не окруженный крепостными стенами, неукрепленный Thuc., Xen., Polyb., Plut. -
2 ατείχιστος
η, ο [ος, ον ] не обнесённый стеной; неукреплённый (о городе и т. п.)
См. также в других словарях:
ἀτείχιστος — unwalled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατείχιστος — η, ο (AM ἀτείχιστος, ον) αυτός που δεν περιβάλλεται με τείχη, ο ανοχύρωτος αρχ. εκείνος που δεν έχει αποκλειστεί με τείχος το οποίο κατασκεύασαν οι εχθροί … Dictionary of Greek
ατείχιστος, -η — ο αυτός που δεν προστατεύτηκε με τείχος, ανοχύρωτος: Η Σπάρτη σ όλη την αρχαιότητα ήταν ατείχιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτειχίστως — ἀτείχιστος unwalled adverbial ἀτείχιστος unwalled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτείχιστον — ἀτείχιστος unwalled masc/fem acc sg ἀτείχιστος unwalled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτειχίστοις — ἀτείχιστος unwalled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτειχίστου — ἀτείχιστος unwalled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτειχίστους — ἀτείχιστος unwalled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτειχίστων — ἀτείχιστος unwalled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτειχίστῳ — ἀτείχιστος unwalled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτείχιστα — ἀτείχιστος unwalled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)