Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀσχολίαν

См. также в других словарях:

  • ἀσχολίαν — ἀσχολίᾱν , ἀσχολία occupation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασχολία — η (Α ἀσχολία) [άσχολος] 1. ενασχόληση, απασχόληση, εργασία 2. τακτική εργασία, επάγγελμα 3. (στα νεοελλ. κυρίως στον πληθ.) η απασχόληση που δεν αφήνει χρονικά περιθώρια να ασχοληθεί κανείς και με κάτι άλλο αρχ. 1. έλλειψη χρόνου ή ανάπαυσης,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»