-
1 ασυμμετρία
ἀσυμμετρίᾱ, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem nom /voc /acc dualἀσυμμετρίᾱ, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀσυμμετρίαι, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem nom /voc plἀσυμμετρίᾱͅ, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀσυμμετρία
Βλ. λ. ασυμμετρία -
3 ἀσυμμετρίᾳ
Βλ. λ. ασυμμετρία -
4 ἀσυμμετρία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσυμμετρία
-
5 ασυμμετρία
asymmetryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ασυμμετρία
-
6 ασυμμετρίας
ἀσυμμετρίᾱς, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem acc plἀσυμμετρίᾱς, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἀσυμμετρίας
ἀσυμμετρίᾱς, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem acc plἀσυμμετρίᾱς, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ασυμμετρίαι
ἀσυμμετρίαincommensurability: fem nom /voc plἀσυμμετρίᾱͅ, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 ἀσυμμετρίαι
ἀσυμμετρίαincommensurability: fem nom /voc plἀσυμμετρίᾱͅ, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 ασυμμετρίαν
-
11 ἀσυμμετρίαν
-
12 ασυμμετριών
-
13 ἀσυμμετριῶν
-
14 συμμετρία
συμμετρ-ία, ἡ,A commensurability, opp. ἀσυμμετρία, Arist.Metaph. 1061b1, cf. 1004b11, EN 1133b18; πρὸς τὴν σ. τῶν καθ' ἡμᾶς ἀνθρώπων in comparison with, measured by the standard of.., PMonac.6.39 (vi A.D.).II symmetry, due proportion, one of the characteristics of beauty and goodness, βίου συμμετρίῃ by harmony of life, Democr. 191, cf. Pl.Phlb. 64e sq.; ἡ νυκτὸς πρὸς ἡμέραν ς. Id.R. 530a; ἡ πρὸς ἄλληλα ς. Id.Sph. 228c; of exercise to food, Hp.Vict.1.2;τροφῆς καὶ ἀέρος Thphr.CP2.9.13
;σ. τῶν λαμβανομένων Sor.1.94
;σιτίων τε καὶ πομάτων Gal.6.7
;τῶν φαρμάκων Id.13.988
; κατὰ μίαν ς. in a fixed proportion, Id.6.272; παρὰ τὴν ς. out of proportion, Arist.Pol. 1308b12; but σ. πρός τι, also, proportion calculated to produce.., Pl.Ti. 66d; ἡ τῶν καλῶν ς. Id.Sph. 235e;ὑγίειαν ἐν.. σ. θερμῶν καὶ ψυχρῶν τίθεμεν Arist.Ph. 246b5
, cf. Gal.6.13,15, al.; ἡ τοῦ τῶν γάμων χρόνου ς. suitability, Pl.Lg. 925a: pl., αἱ ς. the proportions, Id.Ti. 87d, Sph. 235d, 236a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμετρία
См. также в других словарях:
ἀσυμμετρία — ἀσυμμετρίᾱ , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc/acc dual ἀσυμμετρίᾱ , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετρίᾳ — ἀσυμμετρίαι , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc pl ἀσυμμετρίᾱͅ , ἀσυμμετρία incommensurability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυμμετρία — η (AM ἀσυμμετρία) η έλλειψη συμμετρίας, η δυσαναλογία αρχ. η ακαιρία, το να είναι κάτι παράκαιρο … Dictionary of Greek
ασυμμετρία — η δυσαναλογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυμμετρία, ανατολική-δυτική — Όρος της πυρηνικής φυσικής. Η διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στην ένταση της κοσμικής ακτινοβολίας ανατολικά και δυτικά από τον γεωμαγνητικό μεσημβρινό. Το φαινόμενο της ανακαλύφθηκε το 1933, κατά τη διάρκεια τριών ξεχωριστών πειραμάτων: ο… … Dictionary of Greek
ἀσυμμετρίας — ἀσυμμετρίᾱς , ἀσυμμετρία incommensurability fem acc pl ἀσυμμετρίᾱς , ἀσυμμετρία incommensurability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετρίαι — ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc pl ἀσυμμετρίᾱͅ , ἀσυμμετρία incommensurability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετρίαν — ἀσυμμετρίᾱν , ἀσυμμετρία incommensurability fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετριῶν — ἀσυμμετρία incommensurability fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek