Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀστραπηφόρος

См. также в других словарях:

  • αστραπηφόρος — ἀστραπηφόρος, ον (AM) μσν. (αποδίδεται σε αγγέλους) αυτός που έχει για ένδυμα την αστραπή αρχ. ο αστραφτερός, αυτός που φεγγοβολάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + φόρος < φέρω) …   Dictionary of Greek

  • ἀστραπηφόρος — flashing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπηφόρον — ἀστραπηφόρος flashing masc/fem acc sg ἀστραπηφόρος flashing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπηφόροις — ἀστραπηφόρος flashing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… …   Dictionary of Greek

  • αστραπηφορώ — ἀστραπηφορῶ ( έω) (Α) [αστραπηφόρος] κρατώ στα χέρια μου τις αστραπές …   Dictionary of Greek

  • ἀστραπηφόρωι — ἀστραπηφόρῳ , ἀστραπηφόρος flashing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»