-
1 αστραπηφορος
См. также в других словарях:
αστραπηφόρος — ἀστραπηφόρος, ον (AM) μσν. (αποδίδεται σε αγγέλους) αυτός που έχει για ένδυμα την αστραπή αρχ. ο αστραφτερός, αυτός που φεγγοβολάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + φόρος < φέρω) … Dictionary of Greek
ἀστραπηφόρος — flashing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπηφόρον — ἀστραπηφόρος flashing masc/fem acc sg ἀστραπηφόρος flashing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπηφόροις — ἀστραπηφόρος flashing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
αστραπηφορώ — ἀστραπηφορῶ ( έω) (Α) [αστραπηφόρος] κρατώ στα χέρια μου τις αστραπές … Dictionary of Greek
ἀστραπηφόρωι — ἀστραπηφόρῳ , ἀστραπηφόρος flashing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)