Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀστράγαλοι

См. также в других словарях:

  • ἀστράγαλοι — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кости игральные — перешли в Европу, вероятно, из Азии. Изобретение их приписывалось лидийцам, египтянам или грекам в лице Паламеда. В Греции они служили для гадания и для игры и делились на кубы (κύβοι, tesserae) и астрагалы (άστραγάλοι, άστριες, άστριχιοί, tali) …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Astragaloi — Mädchen spielt mit Astragalen Römische Statue, 130 150 n:Chr. Astragaloi oder auch Astragale („Sprunggelenkknöchel“) ist der Name eines antiken Gesellschaftsspiels der Römer oder bezeichnet schlicht Tierknöchel, die in Spielen oder bei anderen… …   Deutsch Wikipedia

  • Würfeln — Würfeln, 1) (Knöcheln, Paschen), Hazardspiel, welches mit drei Würfeln gespielt wird, die gewöhnlich aus einem (meist ledernen) Becher geworfen werden u. bei welchem die Zahl der Spielenden nicht beschränkt ist. Einer aus der Gesellschaft setzt… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • αστραγαλωτός — ἀστραγαλωτός, ή, όν (Α) 1. «ἀστραγαλωτὴ μάστιξ», ή «ἀστραγαλωτὴ ἱμάς» μαστίγιο στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια 2. ονομασία φυτού 3. «αστραγαλωτή στυπτηρία» είδος στύψης (Γαληνός) 4. «ἀστραγαλωτός χιτών» αυτός που φθάνει μέχρι τους… …   Dictionary of Greek

  • διάσειστος — διάσειστος, ον (Α) φρ. «διάσειστοι ἀστράγαλοι, κύβοι» για τα ζάρια που τα έχει κανείς κουνήσει με τα χέρια και κατόπιν τα ρίχνει …   Dictionary of Greek

  • δορκάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά. * * * η (AM δορκάς Α και δόρξ, ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ… …   Dictionary of Greek

  • εύταρσος — εὔταρσος, ον (Α) 1. (για σκέλος εντόμου) αυτός που έχει ωραίους ταρσούς, ωραία πόδια 2. αυτός που ανήκει σε ωραία πόδια («εὔταρσοι ἀστράγαλοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ταρσός] …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • κίλλαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) αστράγαλοι, κότσια από πόδια όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κίλλος «όνος»] …   Dictionary of Greek

  • κόνδαξ — κόνδαξ, ακος, ὁ (Α) 1. είδος παιχνιδιού που παιζόταν με ακόντιο χωρίς αιχμή 2. φρ. «παίζω κόνδακα» μτφ. συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδοι «κεραῖαι, ἀστράγαλοι» (Ησύχ.) + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. ρύ αξ, πίδ αξ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»