-
1 αστράγαλοι
-
2 ἀστράγαλοι
-
3 δορκάδειος
A of an antelope or gazelle,ἀστράγαλοι Thphr.Char.5.9
, Plb.26.1.8:—also written [full] δορκάδεοι,ἀστράγαλοι IG2.766.23
, cf. PSI4.331.2, 444.2 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορκάδειος
-
4 Κῷος
II as Subst. Κῷος (sc. βόλος), ὁ, the highest throw with the ἀστράγαλοι, opp. Χῖος, Hsch.; τὰ κῷα are the inner, τὰ χῖα the outer, sides of the huckle-bones ([etym.] ἀστράγαλοι), Arist.HA 499b28 ( κῶλα and ἰσχία codd.), cf. Cael. 292a29 (v.l.). -
5 ἀστράγαλος
A one of the vertebrae, esp. of the neck, Il.14.466, Od.11.65, AP7.632 (Diod.); votive object, IG5 (2).125 (Tegea, ii A. D.).II ball of the ankle joint (not to be confused with σφυρόν, Ruf.Onom. 124), Hdt.3.129; in horses, X.Eq.1.15; of various animals, Hp.Int.20,30.2 οἱ μὲν πόδες ἀστράγαλοί τευ, as a compliment, i.e. well-turned, Theoc.10.36.IV pl., ἀστράγαλοι knucklebones used as dice or a game played with dice,ἀμφ' ἀστραγάλοισι χολωθείς Il.23.88
, cf. Hdt.1.94, Menecr.Com.1D.;ἀ. διάσειστοι Aeschin.1.59
, cf. Men. 423; ἀ. μεμολιβδωμένοι loaded dice, Arist.Pr. 913a36, cf. Eust.1397.34; later, dice proper,ἀντ' ἀστραγάλων κονδύλοισι παίζετε Pherecr. 43
.V ἡ ἐκ τῶν ἀστραγάλων μάστιξ scourge of strung bones, Luc. Asin.38; cf. ἀστραγαλωτός.VII milk vetch, Orobus niger, Dsc.4.61, Gal.11.841.IX ear-ring,ξύλινοι ἀ. Anacr.21.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστράγαλος
-
6 ἀστράγαλος
-ου ὁ N 2 0-0-1-2-0=3 Zech 11,16; DnTh 5,5.24knuckle (of the hand) DnTh 5,24; ἀστράγαλοι the joints (of the anckle) Zech 11,16; the knuckles (of the hand), fist DnTh 5,5Cf. CAIRD 1968b=1972 118; →LSJ RSuppl -
7 γλάματα
γλάματα· ἀστράγαλοι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλάματα
-
8 διάσειστος
διά-σειστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάσειστος
-
9 δορκαλίς
A = δορκάς, Call.Epigr.33.2, AP7.578 (Agath.), Opp. C.1.165; of a girl, AP5.291.12 (Agath.).II [full] δορκαλῖδες, ων, αἱ, = δορκάδειοι ἀστράγαλοι, Herod.3.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορκαλίς
-
10 δορχελοί
δορχελοί· ἀστράγαλοι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορχελοί
-
11 εὔταρσος
εὔταρσος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔταρσος
-
12 κίλλαι
κίλλαι· ἀστράγαλοι, ἢ ὄνοι, Hsch. -
13 κόνδοι
κόνδοι· κεραῖαι, ἀστράγαλοι, Hsch. -
14 κυνοῦραι
κυνοῦραι· ἀστράγαλοι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνοῦραι
-
15 κω
A v. Κῷος 111.3. [full] κωαί· ἀστράγαλοι, Hsch. (ante κώϊον, fort. κῶια). [full] κωάζω, = ἀστραγαλίζω, Id. -
16 λωγάλιοι
λωγάλιοι· ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι, Hsch.; cf. sq. andA v. λωγάς. [full] λωγάνιον, τό, dewlap of oxen, Ambraciote and Epirote word, Luc.Lex. 3, cf. Dionys. Utic. ap. Sch. l.c.—In Suid. [full] λογάνιον sine expl., in Hsch. [full] λωγάλιον. λωγάς· πόρνη, Id.; cf. λωγάλιοι. [full] λώγασος· ταυρεία μάστιξ, Id. [full] λωγάω, = λέγω, Theognost.Can.149; ἐλώγη· ἔλεγεν, Hsch. (ἐλωγὴ· ἔλεγον cod.), [dialect] Dor.[var] contr. from ἐλώγαε. [full] λώγη· καλάμη, καὶ συναγωγὴ σίτου, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λωγάλιοι
-
17 μελεαί
-
18 πρανής
πρᾱν-ής, ές, [dialect] Ion. [full] πρηνής (also in Arist.Mete. 350a11, Spir. 484b29, Fr. 106, J.AJ18.3.1, 19.8.2, Plu.2.680a, Tim.11, Gal.UP2.2, 7.22, PMag.Par.1.194, etc.), gen. έος, [dialect] Att. [var] contr. οῦς:—of posture,A with the face downwards, lying on the front, falling forwards, opp.ὕπτιος, πρηνεῖς τε καὶ ὕπτιοι ἔκπεσον ἵππων Il.11.179
;ἐκ δίφροιο.. ἐξεκυλίσθη πρηνὴς ἐν κονίῃσιν ἐπὶ στόμα 6.43
, cf. 2.418, 4.544, Hes.Sc. 365;πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς Il.21.118
; mostly with Verbs of falling, πρηνὴς κάππεσε, ἤριπε, ἐλιάσθη, 16.413, 5.58, 15.543; πρηνέα.. τανύσσας [Ἕκτορα] 23.25; headlong down,2.414
;π. γενόμενος Act.Ap.1.18
(fort. = πρησθείς becoming distended); ἐπὶ τὸ πρηνὲς ῥέπειν incline towards pronation, Hp.Fract. 1;ἐς τὸ π. Id.Mochl.8
; of the arm and hand, with the palm downwards, v.l. in Fract.2; opp. ὕπτιος, Arist.Spir. l.c., Plu.Tim.11; ofἀστράγαλοι, ὀρθοὶ πίπτοντες ἢ πρηνεῖς Id.2.680a
, cf. Poll.7.204; of seeds, hollow side downwards, Thphr.HP2.6.1; of a ship, bottom upwards, implied in Plu.Tim.l.c.II of parts of animals or man, that part which is uppermost and visible when the animal or man is in the πρανής position (the normal one for a quadruped), the back part,τὰ τετράποδα.. ἐν τοῖς ὑπτίοις οὐκ ἔ χει τὰς τρίχας, ἀλλ' ἐν τοῖς πρανέσι μᾶλλον· οἱ δ' ἄνθρωποι τοὐναντίον ἐν τοῖς ὑπτίοις μᾶλλον ἢ ἐν τοῖς πρανέσιν Arist.PA 658a17
, cf. HA 498b20, 519a21, 540a2, GA 717b30.2 of leaves and of the hand, the back or 'wrong' side,τὰς ἶνας καὶ τὰς φλέβας ἐν τοῖς π. ἔχουσιν ὥσπερ ἡ χείρ Thphr. HP1.10.2
(misunderstood as the opposite by Plin.HN16.88), cf. 3.14.2.III of the sides of hills, down hill,X.
Eq.3.7, cf. An.1.5.8, 4.8.28, Plu.Sull.18;κατὰ τὰ π. X.Eq.8.6
; τὸ π., opp. τὸ ὄρθιον, ibid., cf. Cyr.2.2.24. -
19 στρίφος
2 τὰ στρίφη dub. sens. in Sammelb.6264.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρίφος
-
20 συναστραγαλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναστραγαλίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀστράγαλοι — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Кости игральные — перешли в Европу, вероятно, из Азии. Изобретение их приписывалось лидийцам, египтянам или грекам в лице Паламеда. В Греции они служили для гадания и для игры и делились на кубы (κύβοι, tesserae) и астрагалы (άστραγάλοι, άστριες, άστριχιοί, tali) … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Astragaloi — Mädchen spielt mit Astragalen Römische Statue, 130 150 n:Chr. Astragaloi oder auch Astragale („Sprunggelenkknöchel“) ist der Name eines antiken Gesellschaftsspiels der Römer oder bezeichnet schlicht Tierknöchel, die in Spielen oder bei anderen… … Deutsch Wikipedia
Würfeln — Würfeln, 1) (Knöcheln, Paschen), Hazardspiel, welches mit drei Würfeln gespielt wird, die gewöhnlich aus einem (meist ledernen) Becher geworfen werden u. bei welchem die Zahl der Spielenden nicht beschränkt ist. Einer aus der Gesellschaft setzt… … Pierer's Universal-Lexikon
αστραγαλωτός — ἀστραγαλωτός, ή, όν (Α) 1. «ἀστραγαλωτὴ μάστιξ», ή «ἀστραγαλωτὴ ἱμάς» μαστίγιο στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια 2. ονομασία φυτού 3. «αστραγαλωτή στυπτηρία» είδος στύψης (Γαληνός) 4. «ἀστραγαλωτός χιτών» αυτός που φθάνει μέχρι τους… … Dictionary of Greek
διάσειστος — διάσειστος, ον (Α) φρ. «διάσειστοι ἀστράγαλοι, κύβοι» για τα ζάρια που τα έχει κανείς κουνήσει με τα χέρια και κατόπιν τα ρίχνει … Dictionary of Greek
δορκάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά. * * * η (AM δορκάς Α και δόρξ, ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ… … Dictionary of Greek
εύταρσος — εὔταρσος, ον (Α) 1. (για σκέλος εντόμου) αυτός που έχει ωραίους ταρσούς, ωραία πόδια 2. αυτός που ανήκει σε ωραία πόδια («εὔταρσοι ἀστράγαλοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ταρσός] … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
κίλλαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) αστράγαλοι, κότσια από πόδια όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κίλλος «όνος»] … Dictionary of Greek
κόνδαξ — κόνδαξ, ακος, ὁ (Α) 1. είδος παιχνιδιού που παιζόταν με ακόντιο χωρίς αιχμή 2. φρ. «παίζω κόνδακα» μτφ. συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδοι «κεραῖαι, ἀστράγαλοι» (Ησύχ.) + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. ρύ αξ, πίδ αξ)] … Dictionary of Greek