-
1 ἀστερίας
-
2 ἀστερίας
-
3 ὄκνος
ὄκνος, ὁ (vielleicht mit ἔχω zusammenhangend, das Anhalten, Anstehen), 1) das Zaudern, Zögern, aus Furcht oder aus Trägheit, oder auch aus körperlicher Ermüdung; οὔτε τί με δέος ἴσχει ἀκήριον, οὔτε τις ὄκνος, Il. 5, 817, wo es dem κάματος in v. 811 zu entsprechen scheint; 10, 121 πολλάκι γὰρ μεϑιεῖ τε καὶ οὐκ ἐϑέλει πονέεσϑαι, οὔτ' ὄκνῳ εἴκων οὔτ' ἀφραδίῃσι νόοιο; 13, 224; καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται, Aesch. Spt. 74; Furcht, Ag. 981; τοῦ πόνου γὰρ οὐκ ὄκνος, will nicht säumen, Soph. Phil. 875; τὰ δεινὰ γάρ τοι προςτίϑησ' ὄκνον πολύν, Ant. 243; Furcht, μή μ' ὄκνῳ δείσαντες ἐκπλαγῆτε, Phil. 225, wie τοῦ μάλιστ' ὄκνος σ' ἔχει O. C. 658; ἀπέλυσ' ὄκνον, Eur. Or. 1236; τὰ Θησέως γ' οὐκ ὄκνῳ διεφϑάρη, Suppl. 697; im Ggstz von ϑράσος, Thuc. 2, 40; καὶ μέλλησις, 7, 49; er läßt auch den int. mit μή darauf folgen, παρέσχον ὄκνον μὴ ἐλϑεῖν εἰς τὰ δεινά, 3, 39; εἰ τοῠτό τις εἴργει δρᾶν ὄκνος, Plat. Soph. 242 a; ὃ ἐμοὶ ὄκνον ἐντίϑησι λέγειν, Rcp. V, 473 a; neben ἀναβολαί im plur., Legg. VI, 768 e; πρός τι, z. B. ὄκνου πρὸς τὰς ᾠδὰς μεστός, II, 665 d; ὄκνος ἦν ἀνίστασϑαι, Xen. An. 4, 4, 11; Isocr. 1, 7 stellt ὄκνος dem πόνος gegenüber, wie dem τάχος Men. fr. inc. 21; Dem. 18, 246 verbindet βραδυτῆτας, ὄκνους, ἀγνοίας; Plut., Luc. u. a. Sp. – 2) eine Reiherart, die Rohrdommel, sonst ἀστερίας, Arist. H. A. 9, 18, Ael. H. A. 5, 36. – 3) in einem Gemälde des Sokrates soll ὄκνος eine allegorische Figur gewesen sein, ein Mann, der ein Seil dreht, welches eine Eselinn wieder zernagt, Plin. H. N. 35, 40, 31; daher Symbol jeder vergebens unternommenen, nie zu Ende kommenden Arbeit, Ocnus spartum torquens, Prop. 4, 3, 21; daher sprichwörtlich συνάγει τοῦ Ὄκνου τὴν ϑώ-μιγγα, Paus. 10, 29, 2, wo es auch als eine schlechte Hausfrau gedeutet wird, welche durchbringt, was der Mann erwirbt. – Nach Suid. war ὄκνος χαλκοῦς δίφρου τινὸς γυναικείου εἶδος bei den Bithyniern.
-
4 ὄκνος
ὄκνος, ὁ, (1) das Zaudern, Zögern, aus Furcht oder aus Trägheit, oder auch aus körperlicher Ermüdung; τοῦ πόνου γὰρ οὐκ ὄκνος, will nicht säumen. (2) eine Reiherart, die Rohrdommel, sonst ἀστερίας. (3) in einem Gemälde des Sokrates soll ὄκνος eine allegorische Figur gewesen sein, ein Mann, der ein Seil dreht, welches eine Eselin wieder zernagt; daher Symbol jeder vergebens unternommenen, nie zu Ende kommenden Arbeit, Ocnus spartum torquens; daher sprichwörtlich συνάγει τοῦ Ὄκνου τὴν ϑώ-μιγγα, wo es auch als eine schlechte Hausfrau gedeutet wird, welche durchbringt, was der Mann erwirbt
См. также в других словарях:
αστερίας — Κοινή ονομασία των εχινοδέρμων που ανήκουν στην ομοταξία των αστεροειδών, που ονομάστηκαν έτσι λόγω της χαρακτηριστικής αστεροειδούς μορφής τους. Χωρίζονται σε δύο τάξεις: τους φανεροζωνίδες, των οποίων οι βραχίονες είναι μακροί και ο σωματικός… … Dictionary of Greek
ἀστερίας — ἀστερίᾱς , ἀστέριος starred fem acc pl ἀστερίᾱς , ἀστέριος starred fem gen sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱς , ἀστερίας starred masc acc pl ἀστερίᾱς , ἀστερίας starred masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστερίας — ο εχινόδερμο από τα αστεροειδή, σταυρός της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀστερίας — Ἀστερίᾱς , Ἀστερίη fem acc pl Ἀστερίᾱς , Ἀστερίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερία — ἀστερίᾱ , ἀστέριος starred fem nom/voc/acc dual ἀστερίᾱ , ἀστέριος starred fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱ , ἀστερίας starred masc nom/voc/acc dual ἀστερίας starred masc voc sg ἀστερίᾱ , ἀστερίας starred masc voc sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενόδισκος — ο ζωολ. αστερίας που συνιστά ιδιαίτερο γένος, με εξάπλωση σε ολόκληρη την υφήλιο, κν. αστερίας τής λάσπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ctenodiscus < cten(o) (< κτεις, κτενός) + discus (< λατ. discus < δίσκος)] … Dictionary of Greek
ἀστερίαν — ἀστερίᾱν , ἀστέριος starred fem acc sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱν , ἀστερίας starred masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀστερίας starred masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίᾳ — ἀστερίᾱͅ , ἀστέριος starred fem dat sg (attic doric aeolic) ἀστερίαι , ἀστερίας starred masc nom/voc pl ἀστερίᾱͅ , ἀστερίας starred masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
ίδμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντης και πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία για να ερμηνεύει τους οιωνούς στους συντρόφους του. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Άβα και της Αστερίας ή της Κυρήνης. Ο Ί. ταυτίζεται επίσης με τον Θέστορα, γιο… … Dictionary of Greek