-
1 ασθενες
-
2 ἀσθενὲς
слабоеслабостиΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀσθενὲς
-
3 αναπηρος
2увечный, искалеченный, изуродованный(χωλοὴ καὴ τυφλοὴ καὴ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat.; ἀσθενές καὴ ἀ. Arst.)
πρὸς ἀλήθειαν ἀ. Plat. — невосприимчивый к истине -
4 ευδιαλυτος
21) без труда расчленяемый, легко распадающийся(Ἑλλὰς ἀσθενές καὴ εὐ. Plut.)
2) легко расторгаемый(φιλίαι Arst.)
3) легко поддающийся уговорам, сговорчивый Polyb. -
5 ηθος
- εος τό1) местопребывание, обиталище, жилье(ἤθεα Περσέων Her.; βάρβαρα ἤθη Eur.)
ἤθη τῶν λεόντων Her. — логова львов;ἤθεα ἵππων Hom. — стойла для лошадей;ἦ. συῶν Hom. — свиной хлев;ἦ. τοῦ ἡλίου Her. — место восхода солнца;εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὴ νομούς Arst. — восвояси2) (= ἔθος См. εθος) навык, обыкновение, обычай, привычка(ἤθεά τε καὴ νόμοι Her.)
3) (тж. ἦ. τῆς ψυχῆς Plat.) душевный склад, нрав, натура, характер(μιαρόν Soph.)
ἀσθενές τὸ ἦ. (acc.) Arst. — вялый, ленивый;ἦ. τινος παιδεύειν Aesch. — изменить чей-л. нрав;πρᾷος τὸ ἦ. Plat. — кроткого нрава;τὸ τῆς πόλεως ἦ. Isocr. — характер (особенности) государства;τὰ ἤθη Plat., τοῖς ἤθεσι Diod., ἐς τὰ ἤθη Luc. — нравом, по характеру;ἤθεσι χαὴ ἔθεσι Plat. — по душевному складу и по привычкам;τρόποι καὴ ἤθη Plat. — обычаи и нравы4) нрав, норов(ἱππικὰ ἤθη Eur.)
-
6 πειθαρχεω
тж. med. слушаться, повиноваться, подчиняться(πατρί Soph.; τοῖς νόμοις Arph.; ἀρχαῖς καὴ ἐξουσίαις NT.; ἀσθενές καὴ πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμος Her.)
-
7 τελειως
τελείως, τελέως1) вполне, совершенно(ἀπολωλέναι Arst.)
τ. ἐς ἀσθενὲς ἔρχεσθαι Her. — оказываться совершенно незначительным2) великолепно, превосходно(ἑστιᾶν τινα Xen.)
3) надлежащим образом, как следует, образцово(ἐκκλησιάσαι Arph.)
4) в конце концов, наконец(φαίνεσθαι Aesch.)
-
8 τελεως...
τελέως...τελείως, τελέως1) вполне, совершенно(ἀπολωλέναι Arst.)
τ. ἐς ἀσθενὲς ἔρχεσθαι Her. — оказываться совершенно незначительным2) великолепно, превосходно(ἑστιᾶν τινα Xen.)
3) надлежащим образом, как следует, образцово(ἐκκλησιάσαι Arph.)
4) в конце концов, наконец(φαίνεσθαι Aesch.)
-
9 φύλο(ν)
τό1) пол;ισχυρό (ασθενές) φύλο(ν) — сильный (слабый) пол;
ωραίο φύλο(ν) — прекрасный пол;
2) род; племя -
10 φύλο(ν)
τό1) пол;ισχυρό (ασθενές) φύλο(ν) — сильный (слабый) пол;
ωραίο φύλο(ν) — прекрасный пол;
2) род; племя
См. также в других словарях:
ἀσθενές — ἀσθενής without strength masc/fem voc sg ἀσθενής without strength neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειώδες οξύ — Ασθενές διβασικό οξύ με τύπο H2SO3, που ανήκει στη σειρά των οξυοξέων του θείου. Το θ.ο. αντιστοιχεί στον αριθμό οξείδωσης του θείου +4 και βρίσκεται μόνο σε αραιά διαλύματα. Παρασκευάζεται με διάλυση του SO2 στο νερό, είναι ισχυρό αναγωγικό και … Dictionary of Greek
καρβονικό οξύ — Ασθενές διβασικό οξύ, του τύπου H2CO3. Σχηματίζεται κατά τη διάλυση του διοξειδίου του άνθρακα σε νερό. Πρόκειται για μία ένωση που συναντάται μόνο σε διαλύματα. Αυτό τo κ.ο. σχηματίζει καρβονικά και δικαρβονικά άλατα –τα οποία ονομάζονται… … Dictionary of Greek
θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… … Dictionary of Greek
υδρόλυση — Φαινόμενο το οποίο οφείλεται στην αντίδραση διάσπασης που προκαλείται από το νερό, κατά την οποία τα ιόντα προστίθενται στις σχηματιζόμενες ρίζες. Στην ανόργανη χημεία, η υ. είναι μια χαρακτηριστική αντίδραση των αλάτων, που, όταν αναμειχτούν με… … Dictionary of Greek
Solon — (altgriechisch Σόλων; * wohl um 640 v. Chr. in Athen; † vermutlich um 560 v. Chr.) war ein griechischer Lyriker und athenischer Staatsmann. Mit seinem Namen verbinden sich vor allem die Reformen, die er in Athen durchführte. Er wird zu den sieben … Deutsch Wikipedia
Характер (в психологии) — Характер (греч. (χαρακτηρ): примета, отличительное свойство, отличительная черта, черта, знак или печать ) структура стойких, сравнительно постоянных психических свойств, определяющих особенности отношений и поведения личности. Когда говорят о… … Википедия
άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… … Dictionary of Greek
έντριχος — ἔντριχος, ον (AM) ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός μσν. αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.) αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές» 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχον περούκα, φενάκη, προσθετή κόμη … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
ήκα — ἦκα (Α) επίρρ. 1. (για τόπο ή κίνηση) λίγο, ελαφρά («ἦκ ἐπ ἀριστερά», Ομ. Ιλ.) 2. μαλακά, ήσυχα, με πραότητα, ήπια («ἀπώσατο ἦκα γέροντα», Ομ. Ιλ.) 3. (για ήχο) ήσυχα, σιγανά («ἦκα ἀγόρευον», Ομ. Ιλ.) 4. (για όψη) λεία, ελαφρά («ἦκα στίλβοντες… … Dictionary of Greek