-
1 ἀρχ-αιρεσία
ἀρχ-αιρεσία, ἡ, bei Her. 6, 58, die gewählte Obrigkeit; sonst plur. Beamtenwahl, Plat. Legg. VI, 652 c; Xen. Mem. 3, 4, 1; Pol. 4, 37. 2 u. öfter, comitia.
-
2 ἀρχ-αιρέσια
ἀρχ-αιρέσια, τά, = ἀρχαιρεσίαι, Pol. 4, 82, 2; D. Hal. u. Plut.
-
3 σπουδ-αρχ-αιρεσία
σπουδ-αρχ-αιρεσία, ἡ, eifriges Bemühen um ein Staatsamt, ambitus, Hesych.
-
4 ἀρχαιρεσία
-
5 αρχαιρεσια
I.ἥ1) тж. pl. выборы должностных лиц Her., Xen., Plat.2) (в Риме; лат. comitia) комиции Polyb.II.τά Polyb., Plut. = ἀρχαιρεσία См. αρχαιρεσια 2 -
6 σπουδαρχαιρεσία
σπουδ-αρχ-αιρεσία, ἡ, eifriges Bemühen um ein Staatsamt, ambitus
См. также в других словарях:
τιμαιρεσίαι — αἱ, Α η εκλογή τών αρχόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + αιρεσία (< αἱρετός < αἱροῦμαι «εκλέγω»), πρβλ. ἀρχ αιρεσίαι] … Dictionary of Greek