-
1 αρχαιολόγου
-
2 ἀρχαιολόγου
См. также в других словарях:
ἀρχαιολόγου — ἀρχαιολόγος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπτερωτικός — ή, ό ο ικανός να αναπτερώσει, να προκαλέσει ενθουσιασμό, εμψυχωτικός, ενθουσιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Πίθηκμαν (ψευδώνυμο τού αρχαιολόγου και ζωγράφου Αλέξανδρου Φιλαδελφέα) στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ανασκαφή — Όρος στην αρχαιολογία που δηλώνει το σύνολο των εργασιών που κρίνονται απαραίτητες για να έρθουν στο φως αρχαία μνημεία, ναοί, θέατρα, νεκροπόλεις, κατοικίες κλπ., που έχουν εντελώς ή κατά ένα μέρος σκεπαστεί από το χώμα. Οι πρώτες α. έγιναν την… … Dictionary of Greek
αρχαιολόγος — ο, η (Μ ἀρχαιολόγος) νεοελλ. αυτός που μελετά τα μνημεία, τη ζωή και την τέχνη της αρχαιότητας μσν. εκείνος που αναφέρεται στο απώτερο παρελθόν («ἀρχαιολόγου ἱστορίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + λόγος < λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
μάλια — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου… … Dictionary of Greek
μαλιά — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου… … Dictionary of Greek
σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Ανδρόνικος, Μανόλης — (Προύσα Μικράς Ασίας 1919 – Θεσσαλονίκη 1992).Αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στην αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής σε γυμνάσια (1941 49)… … Dictionary of Greek
Βεργίνα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 1.246 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Βρίσκεται σε απόσταση 12 χλμ. από τη Βέροια. Στη Β. βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Μακεδονίας και όλης της … Dictionary of Greek
Βίνκελμαν, Γιόχαν Γιοακίμ — (Johann Joachim Winckelmann, Στένταλ, Πρωσία 1717 – Τεργέστη 1768).Γερμανός αρχαιολόγος και αισθητικός, ο ιδρυτής της αρχαιολογίας ως επιστήμης και ο μεγαλύτερος θεωρητικός του νεοκλασικισμού. Με το κριτήριο και τις γνώσεις του, κατόρθωσε, χωρίς… … Dictionary of Greek