-
1 αρχαία
ἀρχαί̱ᾱ, ἀρχαῖοςfrom the beginning: fem nom /voc /acc dualἀρχαί̱ᾱ, ἀρχαῖοςfrom the beginning: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀρχαί̱ᾱͅ, ἀρχαῖοςfrom the beginning: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αρχαία
-
3 ἀρχαῖα
-
4 ἀρχαία
Βλ. λ. αρχαία -
5 ἀρχαίᾳ
Βλ. λ. αρχαία -
6 ἀρχαῖα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρχαῖα
-
7 Αρχαία Αίγυπτος
ηAltes Ägypten n -
8 язык
η γλώσσ/αдревнегреческий - αρχαία ελληνική -, τα αρχαία (ελληνικά)дневне-русский - αρχαία ρωσική -, τα αρχαία ρώσικαразговорный - καθομιλουμένη -, ομιλούμενη -Эзопов - литер. η (αλληγορική) - του ΑισώπουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > язык
-
9 древний
επ., βρ: -вен, -вня, -вне.1. αρχαίος, παλαιός•древний обычай παλαιά συνήθεια•
-яя Греция η αρχαία Ελλάδα•
-ие памятники исскуства αρχαία μνημεία Τέχνης•
древний греческий язык η αρχαία ελληνική γλώσσα•
-яя рукопись αρχαίο χειρόγραφο.
ουσ. πλθ. -ие οι αρχαίοι.2. γηραιός, γέρικος•-ие оливковые деревья γέρικα ελαιόδεντρα•
древний старик ο υπέργηρος.
εκφρ.- ие языки – οιαρχαίες γλώσσες (ελληνική και. λατινική). -
10 αρχαιος
31) извечный, древний, первозданный(θεαί Aesch.; παίδες ἀρχαίου Σκότου Soph.)
2) издревле установленный, исконный(Ζηνὸς νόμοι Soph., θυσίαι Plat.)
3) вечный, нерушимый(φάτναι Ζηνός Pind.; πίστις Soph.)
4) старый, старинный(ἐσθής Her.; ἑταῖρος Xen.; χρόνοι Arst.)
5) старый, прежний(ῥέεθρον Her.; ὑποδήματα Xen.)
6) старый (годами)(λάτρις Eur.)
7) старый, обветшалый, тж. надоевший(ἀρχαῖα λέγειν Aesch.; ἀρχαῖα καὴ τεττί γωνἀνάμεστα Arph.)
8) отсталый или простодушный, наивный(σὺ δέ γ΄ ἀ. Arph.; ἀρχαιότερος εἶ τοῦ δἐοντος Plat.)
9) старший(Κῦρος ὅ ἀ. Xen.)
-
11 древность
древность ж 1) η αρχαιότητα в глубокой \древностьи την αρχαία εποχή 2) мн.: \древностьи археол. οι αρχαιότητες* * *ж1) η αρχαιότηταв глубо́кой дре́вности — την αρχαία εποχή
2) мн.дре́вности — археол. οι αρχαιότητες
-
12 памятник
памятник м 1) το μνημείο·ο ανδριάντας (скульптура) надгробный \памятник το μνήμα 2) мн.: \памятники (старины) τα αρχαία, οι αρχαιότητες* * *м1) το μνημείο; ο ανδρίαντας ( скульптура)надгро́бный па́мятник — το μνήμα
2) мн.па́мятники (старины́) — τα αρχαία, οι αρχαιότητες
-
13 древность
древн||остьж1. ἡ ἀρχαιότητα [-ης]:в глубокой \древностьости τήν ἀρχαία ἐποχή, κατά τούς ἀρχαίους χρόνους; 2.:\древностьости мн. археол. οἱ ἀρχαιότητες, τά ἀρχαία μνημεία. -
14 древность
-и θ.1. αρχαιότητα, αρχαία εποχή•в -и στην αρχαιότητα•
седая древность τα πολύ παλιά χρόνια, η βαθιά αρχαιότητα.
|| ο αρχαίος κόσμος, οι αρχαίοι•идеи аристотеля разделяла вся древность τις ιδέες του Αριστοτέλη τις παραδέχονταν όλη η αρχαιότητα.
2. οι αρχαιότητες, τα αρχαία μνημεία•музей -ей μουσείο αρχαιοτήτων.
3. (απλ.) βαθιά γηρατειά. -
15 προς-απ-όλλῡμι
προς-απ-όλλῡμι (s. ὄλλυμι), noch dazu verderben, vernichten, zerstören, tödten, προςαπ όλλυτέ με, Eur. Hipp. 1374; Her. 1, 207, προςαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας, 6, 138; Plat. ὅταν καὶ τὰ ἀρχαῖα προςαπολλύωσι πρὸς οἷς ἐκτήσαντο, Gorg. 519 a; Folgde; προςαπολέσαι Pol. 1, 74, 3. – Pass. noch dazu, zugleich umkommen; Her. 6, 100; προςαπόλωλα Lys. in Eratosth. 14; Folgde.
-
16 πάτριος
πάτριος, bei den Att. häufig zweier Endgn, den Vätern oder Vorfahren gehörig, von ihnen herrührend, überkommen (vgl. πατρῷος u. πατρικός); ἄρουρα, Pind. Ol. 2, 16 (wie Ar. Ran. 1533); ὁδός, N. 2, 6; τὰ πάτρια λόγῳ παλαιὰ δώματα, Soph. O. R. 1394; γῆ, Ant. 806; Eur. Med. 653 u. öfter; ϑαλάμοις πατρίοις, Ion 477; ἔδοξε τοῖσι πατρίοισι μοῠνον χρᾶσϑαι ϑεοῖσι, Her. 1, 172, πατρία εἰρήνη, Andoc. 3, 27; πατρίους ἀρχάς, Xen. Cyr. 1, 1, 4; πάτρια καὶ παντάπασιν ἀρχαῖα νόμιμα, Plat. Legg. VII, 793 b, u. öfter so von alten Einrichtungen, von den Vätern überkommene Stamm- oder Landessitten; κατὰ τὰ πάτρια, Ar. Ach. 1000, κατὰ τὰ πάτρια τῶν Βοιωτῶν, Thuc. 2, 2, u. A.; auch im compar., ἡγεμονία πατριωτέρα, Isocr. 3, 37. – Bes. πάτριόν ἐστί τινι, Plat. Hipp. mai. 284 b, wie Thuc. 1, 123 u. Pol. 3, 15, 7; Plut. Camill. 29. – Adv., nach väterlicher Sitte, Ios.
-
17 σόφισμα
σόφισμα, τό, alles geschickt, sein, klug, listig Erfundene, kluger, listiger Gedanke; ἀρχαῖα σοφίσματα, Pind. Ol. 13, 17; ἀριϑμὸν έξοχον σοφισμάτων ἐξεῠρον αὐτοῖς, Aesch. Prom. 457; οὐκ ἔχω σόφισμ' ὅτῳ τῆς νῠν παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ, 468; μὲ κἀκχέω τὸ πᾶν σόφισμα, Soph. Phil. 14; Eur. oft, wie Ar. Nubb. 206 Ran. 17. 871; Her. 3, 85. 152; Plat. Conv. 214 a Rep. VI, 496 a; Thuc. 6, 77; von ausgesuchter Zubereitung der Speisen, Xen. Hier. 1, 23; σοφίσματα καὶ παραγραφάς, καὶ προφάσεις εὑρίσκουσιν ἀντὶ τοῠ ἀποδοῠναι, sie machen Ausreden, Winkelzüge, Dem. 35, 2, vgl. 25, 18; u. so bes. von verfänglichen Fragen und Redekünsteleien, deren sich die Sophisten zur Ueberredung und Täuschung zu bedienen pflegten, Sophisma, vgl. Arist. top. 8, 11 u. S. Emp. pyrrh. 2, 229 ff; Plut Alex. 74.
-
18 σκολιός
σκολιός (nach den Alten von σκέλλω, durch Trockenheit gekrümmt?), krumm, gebogen; σκίπων, Eur. Hec. 65; σίδηρος, Her. 2, 86; gewunden, geschlängelt, übh. ungrade, Ggstz v. ὀρϑός, ὄρϑιος; dah. auch schief, schräg, εἰς πλάγια καὶ σκολιὰ τυποῦσα, Plat. Theaet. 194 b; verdreht, u. bes. häufig übertr., unredlich, falsch, tückisch, hinterlistig, σκολιαὶ ϑέμιστες Il. 16, 387, μῠϑοι Hes. O. 194, δίκαι 221. 252; auch adv. σκολιῶς, 260. 264; im eigtl. Sinne, ὁδοί, Pind. P. 2, 85; ἀπάται, frg. 232; λαβύρινϑος, Callim. Del. 311; seltener von Menschen, Hes. O. 7; σκολιὰ φρονεῖν, Scol. 14 Jac.; σκολιὸν λέγειν, Ar. Vesp. 1240, Schol. κολακικόν; εὐϑύνει δὲ δίκας σκολιάς, Solon v. 36 bei Dem. 19, 255; πάντα σκολιὰ ὑπὸ ψεύδους καὶ ἀλαζονείας, Plat. Gorg. 525 a; πράττειν σκολιά, Theaet. 173 a. – Strab. XIV setzt ἔργα σκολιά den ξόανα ἀρχαῖα gegenüber, die man auf künstliche Bildsäulen gedeutet hat, es muß aber Σκοπάδια heißen, od. Σκόπα. – Dunkel ist σκολιῶν ὄρϑρων κνίσματα δακρυχαρῆ Mel. 102 (V, 166).
-
19 κωμ-ῳδία
κωμ-ῳδία, ἡ, komischer Gesang, Comödie; entweder von κῶμος u. ᾠδή, eigtl. Gesang beim frohen Gelage, Freudengesang, Lustspiel, denn das ursprüngliche Element der Comödie war lyrisch, vgl. Böckh's Staatshaush. II p. 363 Müller's Dorier II p. 351; oder, minder wahrscheinlich, von κώμη, Dorfgesang, weil sie ursprünglich bei der Weinlese in den Dörfern aufgeführt wurde, vgl. Arist. poet. 3, 5. 6, der diese Ableitung keineswegs billigt, sondern sie als eine von den Doriern besonders gegebene bezeichnet, da die Benennung des Dorfes κώμη ursprünglich dorisch sei, dem attischen δῆμος entsprechend; oder, ganz wunderlich, nach den prolegom. Schol. Ar. von κῶμα, gleichsam Schlafgesang, der von den armen Landleuten vor den Häusern der reichen Städter angestimmt wurde, wenn diese in tiefem Schlafe lagen, um sie zu verhöhnen. – Man unterscheidet übrigens die alte Comödie, ἀρχαία oder παλαιά, die mittlere, μέση, u. die neue, καινή oder νέα, s. Mein. hist. comic. – Κωμῳδίαν διδάσκειν, ποιεῖν u. ä., s. die Verba. – Uebh. Verspottung, Verhöhnung, ὅσα περὶ γέλωτά ἐστι παίγνια, ἃ δὴ κωμῳδίαν πάντες λέγομεν Plat. Legg. VII, 816 e. Daher VLL. ὕβρεις, διασυρμοί erkl. Vgl. noch Ath. X, 445 b.
-
20 καρβατίνη
См. также в других словарях:
Αρχαία Κόριντος — Sp Archėja Kòrintas Ap Αρχαία Κόριντος/Archaia Korinthos L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αρχαία Ολυμπία — Sp Archėja Olimpijà Ap Αρχαία Ολυμπία/Archaia Olympia L PV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ἀρχαῖα — ἀρχαῖος from the beginning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαία — ἀρχαί̱ᾱ , ἀρχαῖος from the beginning fem nom/voc/acc dual ἀρχαί̱ᾱ , ἀρχαῖος from the beginning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαίᾳ — ἀρχαί̱ᾱͅ , ἀρχαῖος from the beginning fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρχαία Κόρινθος — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.800 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται νοτιοδυτικά και κοντά στην Κόρινθο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορινθίων … Dictionary of Greek
Αρχαία Νεμέα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 742 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, κοντά στη Νεμέα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεμέας … Dictionary of Greek
Αρχαία Ολυμπία — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.286 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται Α του Πύργου και σε απόσταση περίπου 23 χλμ. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου … Dictionary of Greek
Όστια Αρχαία — Τοποθεσία κοντά στο σημερινό προάστιο της Όστιας, περίπου 20 χλμ. ΝΔ της Ρώμης. Η ονομασία της πόλης, η οποία βρίσκεται σήμερα σε απόσταση 2 χλμ. από τη θάλασσα, προέρχεται από την εκβολή του Τίβερη (Ostium), όπου σύμφωνα με την παράδοση είχε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek