-
1 αριστοκρατια
ἥ аристократия:1) господство родовой знати Thuc., Plat., Polyb.2) власть лучших(ἀριστοκρατίας ὅρος ἀρετή Arst.)
См. также в других словарях:
κακιστοκρατία — ἡ η εξουσία τών κακίστων, η οχλοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάκιστος + κρατία (< κρατής < κράτος), πρβλ. αριστο κρατία] … Dictionary of Greek
ολοκρατία — θεωρία μεταφυσική και ηθική. Από μεταφυσική άποψη η θεωρία αυτή ταυτίζεται μερικές φορές με τον πανθεϊσμό. Ορισμένοι την κατατάσσουν ανάμεσα στο μονισμό και την πολυαρχία. Από ηθική άποψη, η ο. υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της ανθρώπινης ηθικής … Dictionary of Greek
φιλοκρατία — ἡ, Α η αγάπη για την εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. ἀριστο κρατία] … Dictionary of Greek