-
1 αργινεφης
См. также в других словарях:
αργινεφής — ἀργινεφής ( οῡς), ές (Α) λευκός σαν σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + νεφής < νέφος (πρβλ. ευρυνεφής, κελαινεφής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
1 αργινεφης
αργινεφής — ἀργινεφής ( οῡς), ές (Α) λευκός σαν σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + νεφής < νέφος (πρβλ. ευρυνεφής, κελαινεφής κ.ά.)] … Dictionary of Greek