Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀργυρό-πεζα

См. также в других словарях:

  • φοινικόπεζα — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρό πεζα, κυανό πεζα] …   Dictionary of Greek

  • κρούπεζαι — κρούπεζαι, αἱ (Α) 1. ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το πάτημα των ελιών 2. όμοια παπούτσια που φορούσαν στη σκηνή οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρού πεζαι είναι σύνθετο «εκ συναρπαγής» …   Dictionary of Greek

  • πορφυρόπεζα — ἡ, Α αυτή που έχει πορφυρή ταινία στον ποδόγυρο τού φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + πέζα «πόδι» (πρβλ. αργυρό πεζα)] …   Dictionary of Greek

  • χιονόπεζα — ἡ, ΜΑ αυτή που έχει χιονόλευκα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + πέζα «πόδι» (πρβλ. ἀργυρό πεζα)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόπεζα — ἡ, Α αυτή που έχει χρυσά πόδια ή φορεί χρυσά σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πέζα*, δωρ. τ. τής λ. πούς (πρβλ. ἀργυρό πεζα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»