-
1 αργειφοντης
- ου ὅ [Ἄργος + πεφνεῖν] убийца Аргуса, по друг. [ἀργής + φαίνω] светозарный ( эпитет Гермеса) Hom., HH., Hes., Luc.
См. также в других словарях:
-φόντης — Α β συνθετικό διαφόρων λέξεων, που δηλώνει τον φονέα, εκείνον που σκοτώνει (πρβλ. ἀνδρο φόντης, Ἀργει φόντης, βροτο φόντης, μητρο φόντης κ.ά.) [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *ghwen «χτυπώ» του ρ. θείνω, κατ … Dictionary of Greek
κητοφόντης — κητοφόντης, ὁ (Μ) κητοφόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + φόντης (< θείνω) «φονεύω» (πρβλ. ανδρει φόντης, Αργεϊ φόντης)] … Dictionary of Greek