-
1 αποτροπαιος
21) (пред)отвращающий беду (эпитет Аполлона и др. богов) Arph., Xen., Plat., Dem., Luc.2) отводящий несчастье, умилостивительный(θυσίαι Plut.)
3) отталкивающий, отвратительный, ужасный(δυσφημίαι Plut.; θέαμα Luc.)
См. также в других словарях:
τροπαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροπή, στη μετατροπή 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή τών εχθρών στο πεδίο τής μάχης 3. αυτός που προξενεί φυγή ή ήττα, φοβερός («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» φοβεροί στα μάτια τού Έκτορος,… … Dictionary of Greek
ποτιτρόπαιος — ον, Α (δωρ. τ.) προστρόπαιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τρόπαιος (< τροπή < τροπή), πρβλ. απο τρόπαιος, προσ τρόπαιος) … Dictionary of Greek