-
1 ἀπο-τίνω
ἀπο-τίνω (s. τίνω, ι bei Ep. -, att. ñ), Einem etwas als Buße od. Ersatz bezahlen, τιμήν τινι Il. 3, 286; νῠν μοι τὴν κομιδὴν ἀποτίνετον 8, 186, vgl. Her. 3, 109; σύν τινι Il. 4, 161; εὐεργεσίας, Wohlthaten vergelten, Od 22, 235; ὑπερβασίην ἀποτῖσαι, abbüßen, 13, 193; νῦν δ' ἁϑρόα πάντ' ἀπέτισεν Od. 1, 43, vgl. Iliad. 22, 271; αἷμα, φόνον, für einen Mord büßen, Aesch. Ag. 1311 Eur. I. T. 338; ζημίαν Plat. Legg. IX, 882 a; τίσιν τινί Her. 3, 109, Strafgeld erlegen; τῆς ἀνοίας τοὺς μισϑούς Pol. 4, 35, 15. Sehr gew. im att. Recht, παϑεῖν ἢ ἀποτῖσαι, von Leibes- und Geldstrafen, Plat. Apol. 36 b; Aesch. 1, 15 u. sonst; übh. Schuldiges bezahlen, Sold, Xen. An. 7, 6, 16; χρήματα Lys. 1, 29; Xen. Cyr. 8, 8, 6; λειτουργίαν Dem. 28, 17; – ἀποτιστέον Xen. Lao. 9, 5. – Med., sich von Einem etwas büßen lassen, rächen; πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι Od. 1, 6, 255; βίας τινί, Gewallthaten an Einem rächen, Od. 3, 216; βίας τινός, Jemandes Gewaltthaten strafen, 11, 118; ἀπετίσατο ποινὴν ἰφϑίμων ἑτάρων, Buße für die getödteten Gefährten, Od. 23, 312; τινά, sich an Jemandem rächen, 13, 386; τούτους οἱ ϑεοὶ ἀποτίσαιντο, strafen. Xen. An. 3, 2, 6; Cyr. 5, 4, 35; ἀποτίσασϑαι δίκην ἐχϑρούς, sich Genugthuung von den Feinden verschaffen, Eur. Heracl. 852. 882. Auffallend steht Aesch. Ag. 1484 ἀλάστως τόνδ' ἀπέτισε, wo man das med. erwartete.
-
2 προς-απο-τίνω
προς-απο-τίνω (s. τίνω), noch dazu zahlen od. büßen, προςαποτισάτω μισϑόν Plat. Legg. XII, 845 a, u. Sp. Vgl. προςαποτιμάω.
-
3 ἐν-απο-τίνω
ἐν-απο-τίνω (s. τίνω), darin als Buße (Proceßkosten) abzahlen, ἐναποτῖσαι χρήματα Ar. Av. 38.
-
4 ἐξ-απο-τίνω
ἐξ-απο-τίνω, ganz abbüßen, τῆς μητρὸς ἐρινύας Il. 21, 412.
-
5 τίνω
τίνω, Il.3.289, al., ([etym.] ἀπο-) IG5(1).1390.76 (Andania, i B.C.), etc.: [dialect] Ion. [tense] impf.Aτίνεσκον A.R.2.475
: [tense] fut. τείσω ([etym.] ἐκ-) IG22.412.6 (iv B.C.), ([etym.] ἀπο-) Epigr.Gr. 1132 ([dialect] Att. vase, iv B.C.), PPetr.3p.55 (iii B.C.), IG7.3073.1 (Lebad., ii B.C.), etc.; Cypr. [ per.] 3sg.πείσει Inscr.Cypr.135.12
H.: [tense] aor. ἔτεισα ([etym.] ἀπ-) SIG47.15 ([dialect] Locr., v B.C.), 663.25 (Delos, iii/ii B.C.), PPetr.3p.41 (iii B.C.), etc.: freq. written τίσω ἔτισα in Hellenistic and later Inscrr. and Pap., and in codd. of all authors ([tense] fut., Od.8.348, A.Ch. 277, S.Aj. 113, etc.; [tense] aor., Od. 24.352, Pi.O.2.58, S.OT 810, etc.): in Hom. confused (both in codd. and printed texts) with τίσω ἔτισα [tense] fut. and [tense] aor. of τίω, and only to be distd. by the sense: [tense] pf. τέτεικα ([etym.] ἀπο-) SIG437.6 (Delph., iii B.C.); part.τετεικώς Lyc.765
(τετικώς, τεθεικώς codd.) (v. ἐκτίνω):—[voice] Med., [tense] pres. first in Thgn.204 (only τίνυμαι in Hom.): [tense] fut.τείσομαι Od.13.15
, al.: [tense] aor.ἐτεισάμην 3.197
, 15.236, al. ( τις- codd.):—[voice] Pass., [tense] aor.ἐξ-ετείσθην IG22.1613.198
, D.39.15, 59.7: [tense] pf. [ per.] 3sg.ἐκ-τέτεισται Pl.Phdr. 257a
, D.24.187. [[pron. full] τῑνω (from Τίνϝω ) in [dialect] Ep., also Thgn.204, Herod.2.51, AP7.657 (Leon.); τῐνω in Trag., as A.Pr. 112, S.OC 635, E.Or.7; also in Pi.P.2.24 ([voice] Med. ) and Sol. 13.31; also in some Epigrammatists, as Simm.25.1, AP9.286 (Marc. Arg.).]I [voice] Act., pay a price by way of return or recompense, mostly in bad sense, pay a penalty, with acc. of the penalty,τ. θωήν Od.2.193
;τιμήν τινι Il.3.289
;ποινάς Pi.O.2.58
, A.Pr. 112, Theodect. 8.9; , El. 298, Fr.107.9, 2 Ep.Thess.1.9, etc.; also τ. ἴσην (sc. δίκην) S.OT 810; ; τὸ ἥμισυ ib. 767e (s. v.l.); μείζονα τὴν ἔκτ<ε>ισίν τινι ib. 933e; τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν ib. 905a, cf. Trag.Adesp.490:—but alsob in good sense, pay a debt, acquit oneself of an obligation, ζωάγρια τ. Il.18.407;τείσειν αἴσιμα πάντα Od.8.348
; εὐαγγέλιον (reward for bringing good news) 14.166; τ. χάριν τινί render one thanks, A.Pr. 985;τ. γῇ δασμόν S.OC 635
;ἰατροῖς μισθόν X.Mem.1.2.54
:—also simply,c repay, c. acc. rei,τροφάς τινι E.Or. 109
:—in various phrases, τ. ἀντιποίνους δύας repay equivalent sorrows, A.Eu. 268 (lyr.); φόνον φόνου ῥύσιον τ. S.Ph. 959; αἱμάτων παλαιτέρων τ. μύσος send one pollution in repayment for another, A.Ch. 650(lyr., Lachm., for τείνει); ἀρᾶς τ. χρέος Id.Ag. 457
(lyr.).--Constr.:1 c. acc. of the thing paid or of the thing repaid (v. supr.).2 less freq. c. dat., κράατι τείσεις with thy head, Od.22.218; .3 c. dat. of pers. to whom payment is made (v. supr.).4 c. dat. of the penalty,τ. θανάτῳ ἅπερ ἦρξεν Id.Ag. 1529
(anap.); τύμμα τύμματι ib. 1430 (lyr.).5 with gen. of the thing for which one pays, τ. ἀμοιβὴν βοῶν τινι pay him compensation for the cows, Od.12.382; τ. τινὶ ποινήν τινος pay one retribution for.., Hdt.3.14, 7.134; τ. μητρὸς δίκας for thy mother, E.Or. 531; ἀντὶ πληγῆς πληγὴν τ. A.Ch. 313 (anap.): also with acc. of the thing for which one pays, the price being omitted, pay or atone for a thing, ;τ. ὕβριν Od.24.352
; τ. φόνον or λώβην τινός, Il.21.134, 11.142;κακά Thgn.735
; : less freq. c. acc. pers., τείσεις γνωτὸν τὸν ἔπεφνες thou shalt make atonement for the brother thou hast slain, Il.17.34.6 abs., make return or requital, Sol.13.29; , cf. 230 (lyr.).II [voice] Med., have a price paid one, make another pay for a thing, avenge oneself on him, punish him, freq. from Hom. downwards.--Constr.:2 c. gen. criminis, τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος punish him for his wickedness, Il.3.366, cf. Od.3.206, Thgn. 204 (where ἀμπλακίης, v.l. -ίας), Hdt.4.118, etc.;τ. τινὰ ἐφ' ἁμαρτωλῇ Thgn.1248
;ὑπέρ τινος Hdt.1.27
,73.3 c. acc. rei, take vengeance for a thing, τείσασθαι φόνον, βίην τινός, Il.15.116, Od.23.31;λώβην Il.19.208
, etc.4 c. dupl. acc. pers. et rei, ἐτείσατο ἔργον ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα he made Neleus pay for the misdeed, visited it on his head, Od.15.236;Ζεῦ ἄνα, δὸς τείσασθαι, ὅ με πρότερος κάκ' ἔοργε, δῖον Ἀλέξανδρον Il.3.351
; τείσασθαί τινα δίκην exact retribution from a person, E.Med. 1316 (dub.l.).5 c. dat. modi, τίνεσθαί τινα ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς, φυγῇ, repay or requite with.., Pi.P.2.24, A.Th. 638.6 abs., repay oneself, indemnify oneself, ἡμεῖς δ' αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τεισόμεθ' Od.13.15. (Root q[uglide][icaron]- [alternating with q[uglide]ei- and q[uglide]oi-] 'pay': τῐ-νϝ-ω, τῐ-σις, τεί-σω [Cypr. πείσει], ἔ-τει-σα [cf. ἀππεισάτου s.v. ἀποτίνω], ποι-νή (q.v.): Skt. cáy-ate 'avenge, punish': ápa-ci-tis 'vengeance':—not related to τίω.) -
6 ἀποτίνω
ἀπο-τίνω, fut. ἀποτίσεις, inf. - σέμεν, aor. ἀπέτῖσε, -αν, mid. fut. ἀποτίσομαι, aor. ἀπετίσατο, subj. ἀποτίσεαι: I. act., pay back, pay for, atone for; τῖμὴν Ἀργείοις ἀποτῖνέμεν, Il. 3.286; εὐεργεσίᾶς ἀποτίνειν, Od. 22.235; τριπλῇ τετραπλῇ τ' ἀποτίσομεν, ‘will make good,’ Il. 1.128.—II. mid. (Od.), exact payment (see under ἀποτίνυμαι) or satisfaction, avenge oneself upon, punish (τί or τινά); κείνων γε βιᾶς ἀποτίσεαι ἐλθών, Od. 11.118; ἀπετίσατο ποινὴν | ἰφθίμων ἑτάρων, ‘for’ them, Od. 24.312.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποτίνω
-
7 ἀποτίνω
ἀπο-τίνω, einem etwas als Buße od. Ersatz bezahlen; übh. Schuldiges bezahlen, Sold; sich von einem etwas büßen lassen, rächen; βίας τινί, Gewalttaten an einem rächen; βίας τινός, j-s Gewalttaten strafen; τινά, sich an j-m rächen -
8 αποτινω
(эп. ῑ, атт. ῐ; эп. inf. ἀποτῑνέμεν - fut. ἀποτῑσέμεν)1) платить, уплачивать(μισθόν Xen.; ζημίην Her.; χρήματα Lys., Xen.; λειτουργίαν Dem.)
2) отплачивать, воздавать, оказывать взамен(εὐεργεσίας, τιμήν τινι Hom.)
3) платиться (за что-л.), нести наказание, искупать(ὑπερβασίην Hom.; αἷμα Aesch.; φόνον Eur.)
παθεῖν ἢ ἀποτῖσαι Plat., Aeschin., Dem.; — подвергнуться физическому наказанию или денежному штрафу4) med. подвергать взысканию, каратьἀ. τί τινος и τί τινι Hom. — мстить за что-л. кому-л.;
ἀ. ποινήν τινος Hom. — карать за кого-л.;ἀ. (δίκην) τινα Hom., Eur., Xen.; — карать кого-л. -
9 ἐξαποτίνω
ἐξ-απο-τίνω: pay off, satisfy in full, Il. 21.412†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξαποτίνω
-
10 ἐναποτίνω
-
11 ἐξαποτίνω
-
12 προςαποτίνω
προς-απο-τίνω, noch dazu zahlen od. büßen -
13 ἀποτίνυμαι
ἀπο-τίνυμαι ( τίνω): exact satisfaction from some one for something; τινά τινος, cause one to pay you back for something, take vengeance for, Od. 2.73 ; πολέων ἀπετίνυτο ποινήν, i. e. avenged many, Il. 16.398.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποτίνυμαι
См. также в других словарях:
τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ … Dictionary of Greek
άποινα — ἄποινα, τα (Α) 1. δώρα ή χρήματα για την απελευθέρωση προσώπου, λύτρα 2. χρηματική αποζημίωση 3. (αττ. δίκαιο) το πρόστιμο που οφείλει ο φονιάς στον πλησιέστερο συγγενή του φονευθέντος 4. η ανταμοιβή για κάτι («ἄποιν ἀρετᾱς», Πίνδαρος). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
εξαποτίνω — ἐξαποτίνω (Α) ικανοποιώ πλήρως, καταπραΰνω, κατευνάζω («οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο τίνω «πληρώνω, δίνω ικανοποίηση»] … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… … Dictionary of Greek
τηρώ — (I) τηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάττω, κρατώ απαραβίαστο (α. «τηρώ τους νόμους» β. «τηρώ τον λόγο μου» γ. «δεῑ τὴν παρθένον πρὸ τοῡ σώματος μάλιστα τηρεῑν τὴν ψυχήν», Βασ. δ. «τὴν πίστιν τετήρηκα», ΚΔ) νεοελλ. εκτελώ ορισμένη υπηρεσία ή εργασία… … Dictionary of Greek
φατειός — ά, όν, Α (επικ. τ.) (συν. σε φρ. με άρνηση) οὐ φατειός (για φοβερά πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φα τειός, σχηματισμένος από το θ. φᾰ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φημί*, αποτελεί το αρχαιότερο… … Dictionary of Greek
Τισιφόνη — ἡ, Α μία από τις ερινύες, η εκδικήτρια τών φόνων («ἐκ δὲ τῶν σταλαγμῶν τοῡ ῥέοντος αἵματος ἐρινύες ἐγένοντο, Ἀληκτώ, Τισιφόνη, Μέγαιρα», Απολλόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίνω / τίσις «εκδίκηση» + φόνη (< φόνος < θείνω* «χτυπώ»)] … Dictionary of Greek
συντίνω — και αττ. τ. ξυντίνω Α πληρώνω από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίνω «πληρώνω, καταβάλλω»] … Dictionary of Greek