-
1 αποσκυδμαινω
См. также в других словарях:
ἀποσκυδμαίνω — ἀπό σκυδμαίνω pres subj act 1st sg ἀπό σκυδμαίνω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκύδμαινε — ἀπό σκυδμαίνω pres imperat act 2nd sg ἀπό σκυδμαίνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
σκύδμαινος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπός» [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. σκυδμαίνω «οργίζομαι»] … Dictionary of Greek