-
1 αποπτοεω
См. также в других словарях:
ἀπεπτοημένων — ἀπό πτοέω terrify perf part mp fem gen pl ἀπό πτοέω terrify perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεπτοίησεν — ἀπό πτοέω terrify aor ind act 3rd sg (epic) ἀπό πτοιέω terrify aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)