-
1 αποφώλιος
-
2 ἀποφώλιος
-
3 ἀποφώλιος
ἀποφώλιος, ον, acc. to the Ancients,A = ἀνεμώλιος, μάταιος, empty, vain, idle, Hom. only in Od.,νόον ἀποφώλιός ἐσσι 8.177
;οὐκ ἀποφώλια εἰδώς 5.182
;οὐκ ἀ. ἦα οὐδὲ φυγοπτόλεμος 14.212
; ἐπεὶ οὐκ ἀ. εὐναὶ ἀθανάτων are not barren, 11.249;νέκυς ἀ. Opp.C.3.447
;ἀποφώλια μητιόων Man.6.565
; ῥέξουσ' ἀποφώλια Orac. ap. Jul.Ep.89; of the Minotaur, ξύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον τρέφος a monstrous, hybrid birth, E.Fr. 996; in Nic.Al. 524 στομίων ἀ. ἆσθμα is expld. by Sch. χαλεπόν, but perh. there is a play on φωλεύοντα (φωλεός, cf. Eust.) which occurs just before. (Perh. from ἀποφεῖν (q.v.), cf. ἁμαρτωλός :ἁμαρτεῖν; Hsch.
has ἀποφώλια· ἀποφίλια (i.e. - φύλια).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποφώλιος
-
4 αποφωλιος
21) бесплодный(εὐναί Hom.)
2) пустой, ничтожный(νόον ἀ. Hom.)
οὐκ ἀποφώλια εἰδώς Hom. — хитроумный3) безобразный, чудовищный -
5 ἀποφώλιος
Grammatical information: adj.Meaning: `worthless'? (Od.)Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Glossed as `ἀνεμώλιος, μάταιος', i.e. `futile, idle'. Not to ὄφελος. Prob. to ἀποφεῖν ἀπατῆσαι H. so orig. `deceiving'. Wrong Pedersen FS Hammerich, 1952, 190ff. (from *φωλ- `power', to OCS boljьjь). For the formation cf. ἁμαρτωλός, s. Chantr. Form. 43. S. ἀπαφίσκω.Page in Frisk: 1,126Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀποφώλιος
-
6 ἀποφώλιος
ἀπο-φώλιος: good-for-nothing, empty; οὐκ ἀποφώλιος ἦα | οὐδὲ φυγοπτόλεμος, Od. 14.212; νόον δ' ἀποφώλιός ἐσσι, Od. 8.177; οὐκ ἀποφώλια εἰδώς, ‘no fool,’ Od. 5.182 ; ἀποφώλιοι εὐναί, ‘unfruitful,’ Od. 11.249.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποφώλιος
-
7 ἀποφώλιος
ἀπο-φώλιος, ἀπό-φωλος, leer, nichtig, hohl, unbedeutend, erfolglos -
8 ἀπο-φώλιος
ἀπο-φώλιος (Abltg unsicher), Hom. viermal: Od. 11. 249 τέξεαι ἀγλαὰ τέκνα, ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιοι εὐναὶ ἀϑανάτων; 5, 182 ἦ δὴ ἀλιτρός γ' ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς; 14, 212 ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιος ἦα οὐδὲ φυγοπτόλεμος; 8, 177 νόον δ' ἀποφώλιός ἐσσι. Die Bed. ist also = leer, nichtig, hohl, unbedeutend, erfolglos; – Nic. Alex. 524 ἀποφώλιον ἆσϑμα ἐχίδνης, für ἆσϑμα ἐχ. φωλευούσης; τέρας, der Minotaurus, Plut. Thes. 15; νέκυς Opp. C. 3, 447; Philet. 9, 1 ἀγροιώτης.
-
9 αποφώλιον
-
10 ἀποφώλιον
-
11 καποφώλιον
ἀποφώλιον, ἀποφώλιοςempty: masc /fem acc sgἀποφώλιον, ἀποφώλιοςempty: neut nom /voc /acc sg -
12 κἀποφώλιον
ἀποφώλιον, ἀποφώλιοςempty: masc /fem acc sgἀποφώλιον, ἀποφώλιοςempty: neut nom /voc /acc sg -
13 αποφωλίου
-
14 ἀποφωλίου
-
15 αποφωλίους
-
16 ἀποφωλίους
-
17 αποφώλια
-
18 ἀποφώλια
-
19 αποφώλιοι
-
20 ἀποφώλιοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αποφώλιος — ἀποφώλιος, ον (Α) 1. ανώφελος, μάταιος 2. αποκρουστικός, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικό επίθετο αβέβαιης σημασίας. Οι αρχαίοι το ερμήνευσαν «ανεμώλιος, μάταιος», δηλ. «μάταιος, κενός». Συνδέεται πιθ. με το απαφείν (αιολ. ή αχαϊκό αποφείν) αόρ. του… … Dictionary of Greek
ἀποφώλιος — empty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφώλιον — ἀποφώλιος empty masc/fem acc sg ἀποφώλιος empty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφωλίου — ἀποφώλιος empty masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφωλίους — ἀποφώλιος empty masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφώλια — ἀποφώλιος empty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφώλιοι — ἀποφώλιος empty masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀποφώλιον — ἀποφώλιον , ἀποφώλιος empty masc/fem acc sg ἀποφώλιον , ἀποφώλιος empty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
болван — др. русск. бълванъ, укр. бовван массивная глыба неопределенных очертаний, идол, болван , блр. балван деревянный столб в углу печи, столб, свая , ср. болг. балванъ (XIII в.) изваяние (Mi. LP. 11), сербохорв. ба̀лван идол, брус , словен. balvȃn… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
голямо — много, очень , тверск., костр. Обычно сравнивается с болг. голям большой , сербохорв. го̀лем, чеш. holemy, др. польск. golemszy больший . Родственно лит. galiù, galėti мочь , galià сила, способность , ирл. gal ж. храбрость ; см. Маценауэр, LF… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ανεμώλιος — ἀνεμώλιος, ον (Α) 1. (για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άχρηστος 2. (για πρόσωπα) άστατος, ανίκανος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανεμώνιος < άνεμος + (επίθημα) ώνιος, με ανομοίωση ( ωλιος < ωνιος). Το επίθημα ώνιος είναι αιολικό καί ισοδυναμεί… … Dictionary of Greek