-
1 αποσκηπτω
1) метать сверху, бросать(βέλεα ἐς οἰκήματα Her.; τιμωρίαν Diod.)
2) обрушиваться, падатьἀ. εἴς τινα Aeschin. — обрушивать свой гнев на кого-л.;ἀποσκῆψαι ἐς φαῦλον Her. — ничем не кончиться, свестись к нулю -
2 αποσκιμπτω
См. также в других словарях:
αποσκήπτω — ἀποσκήπτω (Α) 1. εξακοντίζω κάτι από ψηλά 2. φρ. «ἀποσκήπτω τὴν ὀργὴν εἴς τινα» ξεσπώ σε κάποιον 3. πέφτω ξαφνικά, ενσκήπτω 4. αποβαίνω, καταλήγω … Dictionary of Greek
ἀποσκηψάντων — ἀποσκήπτω hurl from above aor part act masc/neut gen pl ἀποσκήπτω hurl from above aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκῆψον — ἀποσκήπτω hurl from above fut part act masc voc sg ἀποσκήπτω hurl from above fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκήπτει — ἀποσκήπτω hurl from above pres ind mp 2nd sg ἀποσκήπτω hurl from above pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκήπτουσιν — ἀποσκήπτω hurl from above pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσκήπτω hurl from above pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκήψατε — ἀποσκήπτω hurl from above aor imperat act 2nd pl ἀποσκήπτω hurl from above aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσκῆφθαι — ἀποσκήπτω hurl from above perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκῆψαι — ἀποσκήπτω hurl from above aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκήπτειν — ἀποσκήπτω hurl from above pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκήπτουσα — ἀποσκήπτω hurl from above pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκήπτων — ἀποσκήπτω hurl from above pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)