-
1 αποπλυνω
1) намывать, наносить(λάϊγγας ποτὴ χέρσον Hom.)
2) смывать, споласкивать(κόνιν Luc.; τὸ ξηρὸν ἀποπλυνόμενον Arst.)
3) омывать, ополаскивать(τὸ περὴ τέν γλῶτταν Plat.)
-
2 ἀποπλύνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀποπλύνω
-
3 αποπλύνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αποπλύνω
-
4 αποπλύνω
(αόρ. απόπλυνα) μετ.1) выполаскивать; 2) отстирывать, отмывать; 3) перен. смыть (оскорбление и т. п.) -
5 ἀποπλύνω
вымывать, смывать, омывать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποπλύνω
-
6 εναποπλυνω
-
7 αποπλένω
см. αποπλύνω -
8 637
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 637
См. также в других словарях:
ἀποπλυνῶ — ἀποπλύνω wash well fut ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀποπλύνω wash well fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποπλύνω — και αποπλένω υνα, ύθηκα, υμένος 1. ξεπλένω, καθαρίζω: Απόπλυνα τα ρούχα κι έγιναν πεντακάθαρα. 2. ξεπλένω προσβολή, βρισιά κτλ. που μου έγινε, εκδικούμαι: Για να αποπλύνει, όπως νόμιζε, την προσβολή που του είχε κάνει, τον πυροβόλησε και τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποπλύνω — ἀ̱ποπλύ̱νω , ἀποπλύνω wash well aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀποπλύ̱νω , ἀποπλύνω wash well aor subj act 1st sg ἀποπλύ̱νω , ἀποπλύνω wash well pres subj act 1st sg ἀποπλύ̱νω , ἀποπλύνω wash well pres ind act 1st sg ἀποπλύ̱νω , ἀποπλύνω wash… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποπλύνω — βλ. αποπλένω … Dictionary of Greek
ἀποπλῦνον — ἀποπλύνω wash well pres part act masc voc sg ἀποπλύνω wash well pres part act neut nom/voc/acc sg ἀποπλύνω wash well pres part act masc voc sg ἀποπλύνω wash well pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλυνεῖς — ἀποπλύνω wash well fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποπλύνω wash well fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλυνθείς — ἀποπλύνω wash well aor part pass masc nom/voc sg ἀποπλύνω wash well aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλῦναι — ἀποπλύνω wash well aor inf act ἀποπλύνω wash well aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεπλύνθη — ἀποπλύνω wash well aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλύνῃ — ἀποπλύ̱νῃ , ἀποπλύνω wash well aor subj mid 2nd sg ἀποπλύ̱νῃ , ἀποπλύνω wash well aor subj act 3rd sg ἀποπλύ̱νῃ , ἀποπλύνω wash well pres subj mp 2nd sg ἀποπλύ̱νῃ , ἀποπλύνω wash well pres ind mp 2nd sg ἀποπλύ̱νῃ , ἀποπλύνω wash well pres subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπλυνε — ἀ̱πόπλῡνε , ἀποπλύνω wash well aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱πόπλῡνε , ἀποπλύνω wash well imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀπόπλῡνε , ἀποπλύνω wash well pres imperat act 2nd sg ἀπόπλῡνε , ἀποπλύνω wash well pres imperat act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)