-
1 απολλήξεις
-
2 ἀπολλήξεις
-
3 ἀπολλήξεις
ἀπολλήξεις: see ἀπολήγω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπολλήξεις
См. также в других словарях:
ἀπολλήξεις — ἀπολήγω leave off aor subj act 2nd sg (epic) ἀπολήγω leave off fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)