-
1 απολακτισμος
См. также в других словарях:
απολακτισμός — ἀπολακτισμός, ο (AM) μσν. περιφρόνηση, παράβαση (του όρκου) αρχ. 1. το διώξιμο με κλοτσιές 2. ιατρ. είδος αιμορραγίας … Dictionary of Greek
ἀπολακτισμοί — ἀπολακτισμός a kicking off masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολακτισμούς — ἀπολακτισμός a kicking off masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολακτισμόν — ἀπολακτισμός a kicking off masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
κἀπολακτισμοί — ἀπολακτισμοί , ἀπολακτισμός a kicking off masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)