-
1 ευπορως
1) легко, с легкостью(δύνασθαί τι Arst.; τέν πολιορκίαν ὑπομένειν Plut.)
τοῦτ΄ εὐπορώτερον ἔχω ἀποκρίνασθαι Plat. — на это мне легче ответить2) в изобилии(ἔχειν πάντα Thuc.)
-
2 ησυχιως
-
3 οκνεω
эп. ὀκνείω1) медлить, тянуть, т.е. не решаться(ἀρχέμεναι πολέμοιο Hom.)
μέ ὀ. δεῖ αὐτούς Thuc. — пусть они не колеблются;ὀκνεῖς ἀποκρίνασθαι ; Plat. — ты затрудняешься ответить?;οὐκ ἔτ΄ ὀ. καιρός Soph. — медлить больше нельзя2) воздерживаться, отказываться, не желать(ἵππων ἐπιβαινέμεν Hom.)
3) бояться, страшиться, опасаться(προδότης καλεῖσθαι Soph.; ὀκνοῦντες μέ οἱ Ἕλληνες μείναιεν - v. l. μένοιεν - ἐν τῇ νήσῳ Xen.)
-
4 παρρησιωδως
-
5 προχειρως
-
6 φθονεω
1) завидовать(Hom., Xen.; φ. τινί τινος Plat.)
ὅ φθονῶν ἐπὴ κακοῖς τοῖς τῶν πέλας ἡδόμενος ἀναφανήσεται Plat. — завистливый обнаруживает радость по поводу несчастий ближних;τοῖς ἀγαθοῖς τινος φ. Xen. — завидовать чьему-л. счастью;φθονεῖσθαι διά τι Xen. — быть предметом зависти из-за чего-л.;νικῶν οὐκ ἂν θαυμάζοιο, ἀλλὰ φθονοῖο Xen. — как победитель ты стал бы предметом не восхищения, а зависти ( слова Симонида Гиерону)2) питать злобу, ненавидеть3) отказывать (из зависти или недоброжелательства)τί τ΄ ἄρα φθονέεις ἀοιδὸν τέρπειν ; Hom. — почему ты не позволяешь певцу услаждать (нас)?;
οἱ (θεοὴ) ἐφθόνησαν ἄνδρα ἕνα τῆς Ἀσίης βασιλεῦσαι Her. — боги воспротивились тому, чтобы один человек воцарился в Азии;преимущ. — с отрицанием μή или οὐ:— не отказывать, соглашаться (οὐκ ἂν ἔγωγε τούτων σοι φθονέοιμι ἀγορεῦσαι Hom.):οὔ τινα φθονέω δόμεναι Hom. — я не против того, чтобы кто-нибудь подал (тебе что-л.);μή μοι φθόνει λέγων Aesch. — не скрывай от меня ничего;μέ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι τοῦτο Plat. — не откажи в любезности ответить мне на это;οὐ φθονῶ σ΄ ὑπεκφυγεῖν Soph. — я согласна на твое бегство
См. также в других словарях:
ἀποκρίνασθαι — ἀποκρί̱νασθαι , ἀποκρίνω set apart aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отъвѣщати — ОТЪВѢЩА|ТИ (741), Ю, ѤТЬ гл. 1.Говорить в ответ, отвечать: Повѣдаша нѣкотерии дх҃вьнии… ˫ако очивисть || нѣкъгда ˫ависѧ имъ ди˫аволъ. и сего въпрошенъ бывъ ими. ѡтъвѣшта. (ἀπεκρίνατο) Изб 1076, 193–194; творить кр(с)тъ имь. гл҃ѧ вельгла(с)но.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… … Dictionary of Greek
πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς … Dictionary of Greek
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek