Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀποκρίνασϑαι

  • 1 Refuse

    v. trans.
    Decline: P. and V. οὐ δέχεσθαι, πωθεῖν (or mid.), παρωθεῖν (or mid.), διωθεῖσθαι, ναίνεσθαι (Dem. and Plat. but rare P.), ἀρνεῖσθαι (Dem. 319), παρνεῖσθαι (Thuc. 6, 56), Ar. and P. οὐκ ποδέχεσθαι; see also Reject.
    Avoid: P. and V. φίστασθαι (gen.), εὐλαβεῖσθαι; see Avoid.
    Refuse an invitation: P. ἐπαινεῖν (acc.) (Xen.). cf. Ar., Ran. 508).
    Refuse to give: P. and V. φθονεῖν (gen. V. also acc.).
    Lo I stretch forth my hand and nothing shall be refused: V. ἰδοὺ προτείνω, κουδὲν ἀντειρήσεται (Soph., Trach. 1184).
    The ship shall take you and shall not be refused: V. ἡ ναῦς γὰρ ἄξει κοὐκ ἀπαρνηθήσεται (Soph., Phil. 527).
    Do not refuse when we are begging our first favour: P. μὴ... ἡμῶν τήν γε πρώτην αἰτησάντων χάριν ἀπαρνηθεὶς γένῃ (Plat., Soph. 217C).
    Refuse to (with infin.); Ar. and P. οὐκ ἐθέλειν, Ar. and V. οὐ θέλειν, V. ναίνεσθαι.
    Do not refuse to answer me this: P. μὴ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι τοῦτο (Plat., Gorg. 489A).
    Come to my house early to-morrow and don't refuse: P. αὔριον ἕωθεν ἀφίκου οἴκαδε καὶ μὴ ἄλλως ποιήσῃς (Plat., Lach. 201B; cf. Ar., Av. 133).
    ——————
    subs.
    P. and V. χλῆδος, ὁ (Dem. 1278, Æsch., frag.). V. καθάρματα, τά.
    Used met., of persons: Ar. and P. κθαρμα, τό, περίτριμμα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Refuse

См. также в других словарях:

  • ἀποκρίνασθαι — ἀποκρί̱νασθαι , ἀποκρίνω set apart aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отъвѣщати — ОТЪВѢЩА|ТИ (741), Ю, ѤТЬ гл. 1.Говорить в ответ, отвечать: Повѣдаша нѣкотерии дх҃вьнии… ˫ако очивисть || нѣкъгда ˫ависѧ имъ ди˫аволъ. и сего въпрошенъ бывъ ими. ѡтъвѣшта. (ἀπεκρίνατο) Изб 1076, 193–194; творить кр(с)тъ имь. гл҃ѧ вельгла(с)но.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς …   Dictionary of Greek

  • υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… …   Dictionary of Greek

  • φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»