-
1 αποικιών
ἀποικίαsettlement far from home: fem gen pl (ionic)ἀποικίζωsend away from home: fut part act masc nom sg (attic epic doric)ἀποικίζωsend away from home: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
2 ἀποικιῶν
ἀποικίαsettlement far from home: fem gen pl (ionic)ἀποικίζωsend away from home: fut part act masc nom sg (attic epic doric)ἀποικίζωsend away from home: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
3 σμῆνος
σμῆνος, τό, 1) der Bienenstock, Bienenkorb; Hes. Th. 594; Arist. H. A. 9, 40 u. oft. – 2) gew. der Bienenschwarm, μελισσῶν, Aesch. Pers. 126, wie Plat. Polit. 293 d Xen. u. A., – Wespen, Ar. Vesp. 425; – übh. der Schwarm : ϑεῶν, Nubb. 297; νεκρῶν, Soph. frg. 693; τῶν ἡδονῶν, Plat. Rep. IX, 574 d; ἀρετῶν, Men. 72 a; ἀποικιῶν, Aristid. panath. I p. 185 Ddf.
-
4 κτίσις
κτίσις, ἡ, Anbauung, Ansiedlung, Gründung, bes. πόλεων, Pol. 10, 24, 3; ὁ περὶ τὰς ἀποικίας καὶ κτίσεις καὶ συγγενείας τρόπος τῆς ἱστορίας 9, 1, 4, öfter; ὁ περὶ τὴν κτίσιν τῶν ἀποικιῶν πόλεμος Isocr. 12, 190; Strab. oft. – Das Schaffen, τοῠ κόσμου, N. T.; übh. Bewerkstelligen, Machen, Sp.; das Unternehmen, Pind. Ol. 13, 83.
-
5 ἐκ-πομπή
-
6 εκπομπη
ἥ1) высылка, посылка, отправка(ἀποικιῶν Plat.; τινος εἰς τέν Ῥώμην Polyb.)
2) набег(λῃστῶν ἐκπομπαί Thuc.)
-
7 κτισις
1) основ(ыв)ание, созда(ва)ние(ἀποικιῶν Isocr.; πόλεων Polyb.; Ῥώμης Plut.; ἀπὸ κτίσεως κόσμου NT.)
2) действие, мероприятие Pind.3) творение, тварь4) власть, начальство -
8 κτίσις
2 loosely, = πρᾶξις, κούφα κ. an easy achievement, Pi.O.13.83. -
9 σμῆνος
II swarm of bees,σ. ὣς μελισσᾶν A.Pers. 128
(lyr.), cf. Pl.Plt. 293d, Arist.HA 627b15, al.; of wasps, Ar.V. 425; of ἀνθρῆναι, Arist. HA 629a7.2 generally, swarm, crowd, βομβεῖ δὲ νεκρῶν ς. S.Fr. 879; οἷον σοφιστῶν ς. Cratin.2; σ. θεῶν, of the clouds, Ar.Nu. 297: metaph., τὸ τῶν ἡδονῶν σ., σ. τι ἀρετῶν, Pl.R. 574d, Men. 72a;ἀποικιῶν σμήνη Aristid.1.115
J.: heterocl. pl., σμῆνα μελισσάων Orac. ap. Plu. 2.96b. [pl. written [full] ζμήνη, PCair.Zen.151.4 (iii B.C.).] -
10 τηλύγετος
τηλύγετος [ῠ], η, ον, old [dialect] Ep. epith. of children, of uncertain origin and sense; sts. clearly ofA a darling son, petted child, ἀλλ' οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὥς, Il.13.470;τίσω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ, ὅς μοι τ. τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ 9.143
, cf. 285; so of an only son, ὡς.. πατὴρ ὃν παῖδα φιλήσῃ μοῦνον τηλύγετον ib. 482;ὅς οἱ τ. γένετο Od.4.11
;ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα.. ἀγαπάζῃ.. μοῦνον τηλύγετον 16.19
; son of one's old age,τ. οἱ υἱός.. ὀψίγονος τρέφεται h.Cer. 164
, cf. 283; also λιποῦσα παῖδά τε τηλυγέτην, of Hermione, the only daughter of Helen, Il.3.175; once of two sons, perh. twins,Φαίνοπος υἷε, ἄμφω τηλυγέτω 5.153
: so in later [dialect] Ep., A.R.1.719, Mosch. 4.79; of a wife, ([place name] Galatia): once in Trag.,τηλύγετον [χθονὸς] ἀπὸ πατρίδος E.IT 829
(lyr.), where it seems to mean τηλοῦ γεγονότα, born far away, far-distant, as it certainly does in Simm.1.1 τηλυγέτων.. Ὑπερβορέων ἀνὰ δῆμον; similarly, τηλυγέτ ων ἀποικιῶν· τῶν μακρὰν ἀπεχουσῶν, Hsch. (= Com.Adesp.1315). (The best of the ancient interpretations is latest-born, i.e. after whom no more are born (= ὁ τῆς γονῆς τέλος ἔχων, μεθ' ὃν ἕτερος οὐ γίνεται, Sch.TIl.9.482), including only children, these being the best-beloved. The word was prob. thought to be derived from τέλος ( τελευ-τή, cf. Orion in Et.Gud.616.37 ) and γίγνομαι; but this presents difficulties, and the sense petted, well-beloved, may equally well be the primary one.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλύγετος
-
11 ἐκπομπή
ἐκπομπή, ἡ,II divorce, Antipho Soph.49 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπομπή
-
12 ἐκπομπή
См. также в других словарях:
ἀποικιῶν — ἀποικία settlement far from home fem gen pl (ionic) ἀποικίζω send away from home fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἀποικίζω send away from home fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Τσάμπερλεν — (Chamberlain). Επώνυμο 3 Άγγλων πολιτικών. 1. Τ. Τζότζεφ (1836 – 1914). Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο και με διάφορες βιομηχανικές επιχειρήσεις, που του απέφεραν τεράστια περιουσία. Το 1874 εγκατέλειψε τις επαγγελματικές του ασχολίες και… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
γαλιόνι — Μεγάλο ιστιοφόρο πλοίο, κυρίως μεταφορικό ή μεταγωγικό, που ήταν σε χρήση κατά τον 16o και 17o αι. Το γ., που υπήρξε ο άμεσος πρόδρομος του πλοίου γραμμής, προήλθε από τα στρογγυλά μεσαιωνικά πλοία, που κι αυτά είχαν προέλθει από τα μεγάλα… … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek