-
1 αποέρσειε
-
2 ἀποέρσειε
-
3 ἀπό-ερσε
-
4 αποερσε
aor. унес(ла), увлек(ла)(ἔνθα με κῦμ΄ ἀπόερσε Hom.; μή μιν ἀποέρσειε ποταμός Hom.)
-
5 ἀπόερσε
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπόερσε
См. также в других словарях:
ἀποέρσειε — ἀπό εἴρω fasten together in rows aor opt act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)