Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀπεργαστικός

См. также в других словарях:

  • απεργαστικός — ἀπεργαστικός, όν (Α) 1. ο κατάλληλος να δημιουργεί, δημιουργικός, αποτελεσματικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀπεργαστική (ενν. τέχνη), η τέχνη της δημιουργίας, της κατασκευής κάποιου πράγματος …   Dictionary of Greek

  • ἀπεργαστικός — fit for finishing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργαστικά — ἀπεργαστικός fit for finishing neut nom/voc/acc pl ἀπεργαστικά̱ , ἀπεργαστικός fit for finishing fem nom/voc/acc dual ἀπεργαστικά̱ , ἀπεργαστικός fit for finishing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργαστικόν — ἀπεργαστικός fit for finishing masc acc sg ἀπεργαστικός fit for finishing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργαστικαί — ἀπεργαστικός fit for finishing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργαστικοί — ἀπεργαστικός fit for finishing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργαστική — ἀπεργαστικός fit for finishing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργαστικήν — ἀπεργαστικός fit for finishing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԳՈՐԾԱՒՈՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0576 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 14c ա. ἁπεργαστικός efficiens Արարողական. արարօղ. գործօղ. *Խաղաղութիւն է ամենայնի միաւորական, եւ ամենեցունց համամտութեան եւ բնակցութեան ծնողական եւ գործաւորական. Դիոն. ածայ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀπεργαστικάς — ἀπεργαστικά̱ς , ἀπεργαστικός fit for finishing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»