Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀξιώματ'

  • 1 αξιώματ'

    ἀξιώματα, ἀξίωμα
    that of which one is thought worthy: neut nom /voc /acc pl
    ἀξιώματι, ἀξίωμα
    that of which one is thought worthy: neut dat sg
    ἀξιώματε, ἀξίωμα
    that of which one is thought worthy: neut nom /voc /acc dual

    Morphologia Graeca > αξιώματ'

  • 2 ἀξιώματ'

    ἀξιώματα, ἀξίωμα
    that of which one is thought worthy: neut nom /voc /acc pl
    ἀξιώματι, ἀξίωμα
    that of which one is thought worthy: neut dat sg
    ἀξιώματε, ἀξίωμα
    that of which one is thought worthy: neut nom /voc /acc dual

    Morphologia Graeca > ἀξιώματ'

См. также в других словарях:

  • ἀξιώματ' — ἀξιώματα , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc pl ἀξιώματι , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut dat sg ἀξιώματε , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιούχος — καρδιοῡχος, ὁ (Μ) αυτός που έχει καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. αξιωματ ούχος, ραβδ ούχος] …   Dictionary of Greek

  • κλειδούχος — ο (AM κλειδοῡχος, ον, Α αττ. τ. κληδοῡχος, ον, δωρ. τ. κλᾳδοῡχος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κλειδούχος 1. αυτός που κρατά και φυλάει τα κλειδιά, κλειδοκράτης, κλειδοφύλακας 2. αυτός που έχει τη φροντίδα για τη φύλαξη ενός τόπου («Ἔρωτα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»