-
1 ἐθελητός
ἐθελητός, freiwillig, Soph. O. C. 527, frühere Conj. Hermanns für αὐϑαίρετος.
-
2 εθελητος
-
3 ἐθελητός
-
4 ἀν-εθέλητος
ἀν-εθέλητος, unfreiwillig, unerwünscht, συμφορά Her. 7, 88. 133; auch adv.
-
5 ανεθελητος
-
6 ἀνεθέλητος
ἀν-εθέλητος, unfreiwillig, unerwünscht