-
1 εὐ-από-σπαστος
εὐ-από-σπαστος, leicht abzuziehen, zu trennen, ἀλλήλων Arist. H. A. 5, 18.
-
2 δυς-από-σπαστος
δυς-από-σπαστος, 1) schwer abzureißen; Posid. bei Ath. IV, 152 a; δυςαποσπάστως ἔχειν, Plat. Ax. 365 b; Iambl. V. P. 5. – 2) wovon man sich schwer losreißt, Charit. 5, 8.
-
3 ἀν-από-σπαστος
ἀν-από-σπαστος, nicht abgezogen, Sp.
-
4 ἡμί-σπαστος
ἡμί-σπαστος, halb abgerissen, ἀπό τινος, Philodem. 24 (X, 21); halb zerstört, πόλεις, Strab. XVII, 831.
-
5 ἀναπόσπαστος
-
6 δυςαπόσπαστος
δυς-από-σπαστος, (1) schwer abzureißen. (2) wovon man sich schwer losreißt -
7 εὐαπόσπαστος
εὐ-από-σπαστος, leicht abzuziehen, zu trennen
См. также в других словарях:
λυκόσπαστος — λυκόσπαστος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) λυκοσπάς*, κατασπαραγμένος από λύκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σπαστος (< σπάω), πρβλ. ανά σπαστος, νευρό σπαστος] … Dictionary of Greek
σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων … Dictionary of Greek
πολύσπαστος — η, ο / πολύσπαστος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έλκεται ή σύρεται με πολλά σχοινιά 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύσπαστο (γενικά) σύμπλεγμα τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο βάρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (ειδικά) τεχνολ. σύνολο πολλών τροχαλιών… … Dictionary of Greek