Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀνόσιος

См. также в других словарях:

  • ἀνόσιος — unholy masc nom sg ἀνόσιος unholy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανόσιος — ια, ιο (AM ἀνόσιος, ον κ. ιος, ία, ιον) ανίερος, μιαρός, αποτρόπαιος αρχ. 1. (για πρόσωπα) βέβηλος, ασεβής, παραβάτης των θείων νόμων 2. (για νεκρούς) εκείνος στον οποίο δεν προσφέρθηκαν οι τιμές της ταφής …   Dictionary of Greek

  • ανόσιος — α, ο επίρρ. α ανίερος, ασεβής, αποτρόπαιος: Η βεβήλωση ενός ιερού είναι πράξη ανόσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνοσιώτερον — ἀνόσιος unholy adverbial comp ἀνόσιος unholy masc acc comp sg ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc comp sg ἀνόσιος unholy masc acc comp sg ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc comp sg ἀνόσιος unholy adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιωτάτων — ἀνόσιος unholy fem gen superl pl ἀνόσιος unholy masc/neut gen superl pl ἀνόσιος unholy fem gen superl pl ἀνόσιος unholy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιωτέραις — ἀνόσιος unholy fem dat comp pl ἀνοσιωτέρᾱͅς , ἀνόσιος unholy fem dat comp pl (attic) ἀνόσιος unholy fem dat comp pl ἀνοσιωτέρᾱͅς , ἀνόσιος unholy fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιωτέρων — ἀνόσιος unholy fem gen comp pl ἀνόσιος unholy masc/neut gen comp pl ἀνόσιος unholy fem gen comp pl ἀνόσιος unholy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιώτατα — ἀνόσιος unholy adverbial superl ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc superl pl ἀνόσιος unholy adverbial superl ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιώτατον — ἀνόσιος unholy masc acc superl sg ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc superl sg ἀνόσιος unholy masc acc superl sg ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσίως — ἀνόσιος unholy adverbial ἀνόσιος unholy masc acc pl (doric) ἀνόσιος unholy adverbial ἀνόσιος unholy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνόσιον — ἀνόσιος unholy masc acc sg ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc sg ἀνόσιος unholy masc/fem acc sg ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»