-
1 ανοητα
τά безрассудства, нелепости Arph., Arst. -
2 σοφιζομαι
1) приобретать знания, становиться искусным(σεσοφισμένος τινός Hes.)
2) размышлять, рассуждатьἀνόητα σ. Plat. — нелепо рассуждать;
σ. τοῖσι δαίμοσι Eur. — пускаться в рассуждения о божествах;οὐκ οἶδ΄ ἅττα σοφίζει Plat. — не знаю, о чем ты толкуешь3) выдумывать, изобретать, сочинять(καινὰς ἰδέας Arph.; σ. καὴ τέχνας πορίζειν Eur.)
τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι, κλοπεὺς ὅπως γενήσει τῶν ὅπλων Soph. — надо придумать, как бы тебе украсть оружие (Филоктета)4) мудрствовать, мудрить(περί τι Plat.)
οἱ μυθικῶς σοφιζόμενοι Arst. — те, кто облекает свои мудрствования в форму мифов5) хитрить, обманывать(τινα Anth.)
ἀλλότρια σ. Arph. — пользоваться чужими хитростями;σ. πρὸς τὸν νόμον Dem. — обходить закон;σοφίσασθαι πρὸς τὸ λῦσαι τὸν ὅρκον Polyb. — хитроумно увиливать от данной клятвы
См. также в других словарях:
ἀνόητα — ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνόητ' — ἀνόητα , ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc pl ἀνόητε , ἀνόητος not thought on masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόηθ' — ἀνόητα , ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc pl ἀνόητε , ἀνόητος not thought on masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόητ' — ἀνόητα , ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc pl ἀνόητε , ἀνόητος not thought on masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλίθιος — ια, ιο (AM ἠλίθιος, ία, ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, ία, ον) ανόητος, μωρός, βλάκας αρχ. 1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος 3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι»… … Dictionary of Greek
CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… … Hofmann J. Lexicon universale
άγνωθος — η, ο [γνώθω] 1. αμαθής 2. ανόητος 3. επιρρ. άγνωθα α) από άγνοια β) ανόητα, άκριτα … Dictionary of Greek
άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… … Dictionary of Greek
ακριτοέπεια — η [ἀκριτοεπής] το να μιλά κανείς χωρίς κρίση, απερίσκεπτα, ανόητα … Dictionary of Greek
ακριτολογώ — μιλώ χωρίς σκέψη, επιπόλαια, ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριτολόγος. ΠΑΡ. ακριτολόγημα] … Dictionary of Greek
ακριτόμυθος — ο (Α ἀκριτόμυθος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν κρατά μυστικό, που ανακοινώνει τα απόρρητα που τού έχουν εμπιστευθεί αρχ. 1. αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα 2. φρ. «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + μυθος… … Dictionary of Greek