-
1 ανιχνευτος
2невыслеженный, не обнаруженный -
2 ανίχνευτος
ος, ον1) невыслеженный; 2) неразведанный; 3) неисследованный -
3 ανιχνευτός
η, ό1) выслеженный; 2) доступный выслеживанию, разведке
См. также в других словарях:
ανίχνευτος — η, ο (Α ἀνίχνευτος, ον) αυτός που δεν έχει ανιχνευθεί, ανεξερεύνητος … Dictionary of Greek
ἀνίχνευτον — ἀνίχνευτος not tracked masc/fem acc sg ἀνίχνευτος not tracked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)