-
101 ἀνθέλιξ
-
102 ἀνθελκόντως ἔχειν τινί
ἀνθ-ελκόντως ἔχειν τινί, j-m widerstreben, eigtl. nach entgegengesetzter Richtung ziehen -
103 ἀνθέλκω
ἀνθ-έλκω, dagegen ziehen, so daß man Widerstand gegen einen anderen Zug leistet; um die Wette an sich ziehen -
104 ἄνθεξις
-
105 ἀνθεστιάω
ἀνθ-εστιάω, dagegen, gegenseitig mit einem Gastmahle bewirten -
106 ἀνθηδών
ἀνθ-ηδών, die Blumenesserin; die Biene -
107 ἀνθησσάομαι
-
108 ἀνθησυχάζω
-
109 ἀνθιερόω
ἀνθ-ιερόω, dagegen heiligen, weihen -
110 ἀνθιππάζομαι
-
111 ἀνθιππασία
ἀνθ-ιππασία, das Gegeneinanderreiten, ein eigenes Reitermanöver bei Musterungen -
112 ἀνθιππεύω ἀλλήλοις
-
113 ἀνθίστημι
ἀνθ-ίστημι, entgegenstellen; zum Kampf; sich entgegenstellen, bes. im Kriege Widerstand leisten; kämpfen, verteidigen -
114 ἄνθοδμον
-
115 ἀνθολκή
ἀνθ-ολκή, das Entgegenziehen, Gegengewicht -
116 ἀνθόμοιος
-
117 ἀνθομολογέομαι
ἀνθ-ομο-λογέομαι, gegenseitig übereinkommen; frei u. offen gestehen -
118 ἀνθομολόγησις
-
119 ἀνθομολογία
-
120 ἀνθοπλίζω
ἀνθ-οπλίζω, dagegen bewaffnen; sich dagegen waffnen
См. также в других словарях:
άνθ- — βλ. λ. αντί* … Dictionary of Greek
Ἀνθ' — Ἀνθά̱ , Ἀνθάς masc nom/voc/acc dual Ἀνθά , Ἀνθάς masc voc sg Ἀνθά , Ἀνθάς masc nom sg (epic) Ἀνθαί , Ἀνθάς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθ' — ἀντί , ἀντί over against. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄνθ' — Ἄνθα , Ἄνθης masc voc sg Ἄνθα , Ἄνθης masc nom sg (epic) Ἄνθαι , Ἄνθης masc nom/voc pl Ἄνθᾱͅ , Ἄνθης masc dat sg (doric aeolic) Ἄνθε , Ἄνθος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθ' — ἄνθαι , ἄνθη full bloom fem nom/voc pl ἄνθᾱͅ , ἄνθη full bloom fem dat sg (doric aeolic) ἄντα , ἄντα over against indeclform (adverb) ἄνται , ἄντη prayer fem nom/voc pl ἄντᾱͅ , ἄντη prayer fem dat sg (doric aeolic) ἄντε , ἄντομαι meet imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… … Dictionary of Greek
Quintus Gavius Fulvius Tranquillus — war in der 2. Hälfte des 2. Jahrhundert und im frühen 3. Jahrhundert n. Chr. ein römischer Senator aus dem Geschlecht der Gavier, die ihren Sitz in der Landstadt Caiatia, dem heutigen Caiazzo im Falernus ager im nördlichen… … Deutsch Wikipedia
ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… … Dictionary of Greek
αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… … Dictionary of Greek
κανάβινος — και καννάβινος, η, ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, ίνη, ον) καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη αρχ. 1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.) 2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον* («κανάβινος κηρὸς ᾧ χρῶνται οἱ… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek