-
21 ἀνθ-υπ-αντάω
ἀνθ-υπ-αντάω, entgegnen, L ongin.
-
22 ἀνθ-υπ-αγωγή
ἀνθ-υπ-αγωγή, ἡ, das Dagegenanführen, Gramm.
-
23 ἀνθ-υπ-ακούω
ἀνθ-υπ-ακούω, gegenseitig entsprechen, Theolog. arithm. 1; Nicom. arithm. 1, 17.
-
24 ἀνθ-υπ-αλλαγή
ἀνθ-υπ-αλλαγή, ἡ, gegenseitige Vertauschung, πτώσεων, Gramm.
-
25 ἀνθ-υπ-αλλάττω
ἀνθ-υπ-αλλάττω, dagegen austauschen, verwechseln, Sp.
-
26 ἀνθ-υπ-οπτεύω
ἀνθ-υπ-οπτεύω, dagegen Verdacht hegen, pass., dagegen in Verdacht stehen, Thuc. 3, 43 u. Sp.
-
27 ἀνθ-υπ-ορύσσω
ἀνθ-υπ-ορύσσω, anlegen, Polyaen. 6, 17.
-
28 ἀνθ-υπ-ηρετέω
ἀνθ-υπ-ηρετέω, dagegen einen Dienst erweisen, τινί, Aristot. Nicom. 5, 5, 7.
-
29 ἀνθ-υπο-στρέφω
ἀνθ-υπο-στρέφω, dagegen umkehren, Poll. 3, 107.
-
30 ἀνθ-υπο-τίθημι
ἀνθ-υπο-τίθημι, entgegenstellen, Sp.
-
31 ἀνθ-υπο-τῑμάομαι
ἀνθ-υπο-τῑμάομαι, gegen eine zweite Schätzung eine dritte vornehmen, Poll. 8. 150, s. ὑποτιμάω.
-
32 ἀνθ-υπο-φορά
ἀνθ-υπο-φορά, ἡ, Erwiderung auf einen Einwand, bei Rhetoren, bes. auf einen, den der Gegner machen könnte.
-
33 ἀνθ-υπο-φέρω
ἀνθ-υπο-φέρω (s. φέρω), dagegen vorbringen, einwenden, Sp.,wie Apoll. pron. 289 c.
-
34 ἀνθ-υπο-χώρησις
ἀνθ-υπο-χώρησις, ἡ, gegenseitiges Zurückweichen, Plut. plac. phil. 4, 22.
-
35 ἀνθ-υπο υργέω
ἀνθ-υπο υργέω, als Gegendienst erweisen, χάριν τινί Soph. frg. 313; αἰσχρά Eur. Hipp. 998; vgl. Her. 3, 133.
-
36 ἀνθ-υπο ύργησις
ἀνθ-υπο ύργησις, ἡ, Gegengefälligkeit, VLL.
-
37 ἀνθ-υπο ύργημα
ἀνθ-υπο ύργημα, τό, Gegendienst, VLL.
-
38 ἀνθ-υπο-κρίνομαι
ἀνθ-υπο-κρίνομαι, 1) Her. 6, 82, 2, dagegen antworten. – 2) dagegen vorgeben, erheucheln, ὀργήν Luc. dom. 30.
-
39 ἀνθ-υπο-καθ-ίστημι
ἀνθ-υπο-καθ-ίστημι, an eines andern Stelle einsetzen, - σταϑείς, magistratus suffectus, Plut.
-
40 ἀνθ-υπο-κλέπτω
ἀνθ-υπο-κλέπτω, dagegen verstohlen thun, Eum. Ism. p. 226.
См. также в других словарях:
άνθ- — βλ. λ. αντί* … Dictionary of Greek
Ἀνθ' — Ἀνθά̱ , Ἀνθάς masc nom/voc/acc dual Ἀνθά , Ἀνθάς masc voc sg Ἀνθά , Ἀνθάς masc nom sg (epic) Ἀνθαί , Ἀνθάς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθ' — ἀντί , ἀντί over against. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄνθ' — Ἄνθα , Ἄνθης masc voc sg Ἄνθα , Ἄνθης masc nom sg (epic) Ἄνθαι , Ἄνθης masc nom/voc pl Ἄνθᾱͅ , Ἄνθης masc dat sg (doric aeolic) Ἄνθε , Ἄνθος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθ' — ἄνθαι , ἄνθη full bloom fem nom/voc pl ἄνθᾱͅ , ἄνθη full bloom fem dat sg (doric aeolic) ἄντα , ἄντα over against indeclform (adverb) ἄνται , ἄντη prayer fem nom/voc pl ἄντᾱͅ , ἄντη prayer fem dat sg (doric aeolic) ἄντε , ἄντομαι meet imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… … Dictionary of Greek
Quintus Gavius Fulvius Tranquillus — war in der 2. Hälfte des 2. Jahrhundert und im frühen 3. Jahrhundert n. Chr. ein römischer Senator aus dem Geschlecht der Gavier, die ihren Sitz in der Landstadt Caiatia, dem heutigen Caiazzo im Falernus ager im nördlichen… … Deutsch Wikipedia
ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… … Dictionary of Greek
αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… … Dictionary of Greek
κανάβινος — και καννάβινος, η, ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, ίνη, ον) καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη αρχ. 1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.) 2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον* («κανάβινος κηρὸς ᾧ χρῶνται οἱ… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek