Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνυπαρξία

См. также в других словарях:

  • ἀνυπαρξία — ἀνυπαρξίᾱ , ἀνυπαρξία non existence fem nom/voc/acc dual ἀνυπαρξίᾱ , ἀνυπαρξία non existence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυπαρξίᾳ — ἀνυπαρξίᾱͅ , ἀνυπαρξία non existence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανυπαρξία — η (Α ἀνυπαρξία) το να μην υπάρχει, να μην υφίσταται κάποιος ή κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀνυπαρξίας — ἀνυπαρξίᾱς , ἀνυπαρξία non existence fem acc pl ἀνυπαρξίᾱς , ἀνυπαρξία non existence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυπαρξίαν — ἀνυπαρξίᾱν , ἀνυπαρξία non existence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυπαρξίαις — ἀνυπαρξία non existence fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… …   Dictionary of Greek

  • αθεϊσμός — Φιλοσοφικός όρος ο οποίος αποδίδεται σε κάθε αντίληψη σχετικά με τον κόσμο και η οποία αρνείται κατά οποιονδήποτε τρόπο την ύπαρξη θεού. Ο Πλάτων στο έργο του Νόμοι θεωρεί ως κύρια μορφή α. τον υλισμό. Επειδή ο υλισμός θεωρεί πράγματι τον φυσικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

  • ακορία — (I) η (Α ἀκορία) νεοελλ. Ιατρ. έλλειψη κορεσμού, από παθολογική αύξηση τής όρεξης αρχ. 1. το να μην τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, εγκράτεια στο φαγητό 2. ανικανοποίητη, υπερβολική επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκορος η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»