-
1 ανυπαρξία
ἀνυπαρξίᾱ, ἀνυπαρξίαnon-existence: fem nom /voc /acc dualἀνυπαρξίᾱ, ἀνυπαρξίαnon-existence: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀνυπαρξίᾱͅ, ἀνυπαρξίαnon-existence: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ανυπαρξια
-
3 ἀνυπαρξία
Βλ. λ. ανυπαρξία -
4 ἀνυπαρξίᾳ
Βλ. λ. ανυπαρξία -
5 ανυπαρξία
η1) небытие; 2) отсутствие -
6 ανυπαρξία
[аннпарксиа] ουσ θ небытие. -
7 ἀνυπαρξία
ἀν-υπαρξία, ἡ,A non-existence, nonentity, Phld.Mort.28, Antip.Stoic.3.252, S.E.P.1.21, Plot.5.5.2.2 absence of predication, ἡ ἀπόφασις said to be ἀναίρεσις ([etym.] τῆς φάσεως)καὶ ἀ. Alex.Aphr. in Top. 409.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνυπαρξία
-
8 ἀνυπαρξία
-
9 ανυπαρξίας
ἀνυπαρξίᾱς, ἀνυπαρξίαnon-existence: fem acc plἀνυπαρξίᾱς, ἀνυπαρξίαnon-existence: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἀνυπαρξίας
ἀνυπαρξίᾱς, ἀνυπαρξίαnon-existence: fem acc plἀνυπαρξίᾱς, ἀνυπαρξίαnon-existence: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ανυπαρξίαν
-
12 ἀνυπαρξίαν
-
13 υπαρξις
- εως ἥ1) существование, бытие(ὕ. καὴ ἀνυπαρξία Arst.; ὕ. καὴ νόησις Plut.)
2) веществоἡ τοῦ κέρατος ὕ. Sext. — вещество рога
3) тж. pl. (= τὰ ὑπάρχοντα) достояние, имущество Polyb., Diod., Plut., NT. -
14 ανυπαρξίαις
-
15 ἀνυπαρξίαις
-
16 ὕπαρξις
A existence, reality, , cf. D.3.10; opp. ἀνυπαρξία, S.E.P.1.21, cf. 3.24; opp. νόησις, Plu.2.1067c, Gal.6.115; opp. ἀναίρεσις, A.D.Conj.221.17;εἴ τις.. ἐν οὐχ ὑπάρξει τὸν χρόνον λέγοι Plot.3.7.13
.2 in Logic, existence in a subject, Ammon. in Cat.6.16, al.3 Gramm., τὰ τῆς ὑπάρξεως ῥήματα, = ὑπαρκτικὰ ῥ., A.D.Pron.25.2, cf. Stoic.2.46.4 Math., positive term, Def.9; cf.ὑπάρχω B.
IV. 3.II substance,ἡ τοῦ κέρατος ὕ. S.E.P.1.129
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕπαρξις
См. также в других словарях:
ἀνυπαρξία — ἀνυπαρξίᾱ , ἀνυπαρξία non existence fem nom/voc/acc dual ἀνυπαρξίᾱ , ἀνυπαρξία non existence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπαρξίᾳ — ἀνυπαρξίᾱͅ , ἀνυπαρξία non existence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανυπαρξία — η (Α ἀνυπαρξία) το να μην υπάρχει, να μην υφίσταται κάποιος ή κάτι … Dictionary of Greek
ἀνυπαρξίας — ἀνυπαρξίᾱς , ἀνυπαρξία non existence fem acc pl ἀνυπαρξίᾱς , ἀνυπαρξία non existence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπαρξίαν — ἀνυπαρξίᾱν , ἀνυπαρξία non existence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπαρξίαις — ἀνυπαρξία non existence fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… … Dictionary of Greek
αθεϊσμός — Φιλοσοφικός όρος ο οποίος αποδίδεται σε κάθε αντίληψη σχετικά με τον κόσμο και η οποία αρνείται κατά οποιονδήποτε τρόπο την ύπαρξη θεού. Ο Πλάτων στο έργο του Νόμοι θεωρεί ως κύρια μορφή α. τον υλισμό. Επειδή ο υλισμός θεωρεί πράγματι τον φυσικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek
ακορία — (I) η (Α ἀκορία) νεοελλ. Ιατρ. έλλειψη κορεσμού, από παθολογική αύξηση τής όρεξης αρχ. 1. το να μην τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, εγκράτεια στο φαγητό 2. ανικανοποίητη, υπερβολική επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκορος η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική… … Dictionary of Greek