-
1 αντιμορφος
См. также в других словарях:
ἀντίμορφος — formed after masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμόρφως — ἀντίμορφος formed after adverbial ἀντίμορφος formed after masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίμορφον — ἀντίμορφος formed after masc/fem acc sg ἀντίμορφος formed after neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμόρφων — ἀντίμορφος formed after masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek