-
1 αντιπεμπω
1) посылать со своей стороныἀ. πρὸς ταῦτα λέγοντα τάδε Her. — посылать гонца со следующим ответом
2) посылать в воздаяние(οἰκούρια τοῦ μακροῦ χρόνου Soph.)
3) высылать навстречу или против(στρατιάν τινι Thuc.)
4) посылать взамен(τινά Thuc.)
См. также в других словарях:
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek
πυροπεμψίφλογος — ον, Α αυτός που εκπέμπει φλόγες φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί ανώμαλο σχηματισμό αντί τού αναμενόμενου *πεμψι πυρό φλογος και παράγεται < θ. πυρο τής λ. πῦρ + θ. πεμψι τού πέμπω (κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος) + φλογος (< φλόξ,… … Dictionary of Greek