-
1 αντιπαρατασσω
атт. ἀντιπαρατάττω (sc. ἑαυτόν) преимущ. med.1) со своей стороны выстраиваться в боевом порядке, занимать позиции против(ἀλλήλοις Thuc.; ἀσπίδες ἀντιπαρατεταγμέναι Plut.)
ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος Thuc. — в боевом порядке2) перен. готовиться к бою3) располагаться напротив Men.
См. также в других словарях:
ἀντεπαρατάξαντο — ἀντί παρατάσσω place aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek