Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀντιπεπονθώς

См. также в других словарях:

  • ἀντιπεπονθώς — ἀντιπάσχω suffer in turn perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιπάσχω — ἀντιπάσχω (AM) μσν. υφίσταμαι κάτι συμμετέχοντας στα παθήματα άλλου αρχ. 1. υποφέρω με τη σειρά μου, παθαίνω κακό μετά από κακό που προξένησα 2. ευεργετούμαι για ευεργεσία που έκανα 3. είμαι ανάλογος προς κάποιον άλλο 4. είμαι αντίθετης φύσης με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»