1 αντιμεταβασις
(τοῦ ποταμοῦ πρὸς τὸ ῥεῦμα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > αντιμεταβασις
αντιμετάβασις — ἀντιμετάβασις, η (Α) κωπηλασία αντίθετα στο ρεύμα … Dictionary of Greek