-
1 ανταμειβομαι
1) обмениваться(χρυσοῦ χρήματα ἀνταμείβεται καὴ χρημάτων χρυσός Heracl. ap. Plut.)
2) отплачивать, возмещать, воздавать(τινα κακαῖσι ποιναῖς Aesch.; τινά τινι ἀντί τινος Arph.)
3) отвечать, возражать(τοισίδε, sc. λόγοις Her.; τί τινα или πρός τινα Soph.)
ὑμᾶς μὲν οὖν τοῖσδ΄ ἀ. λόγοις Eur. — так вот вам мой ответ -
2 ανταμείβω
(αόρ. αντήμειψα) μετ. вознаграждать, платить, воздавать (кому-л.);ανταμείβομαι — платиться
См. также в других словарях:
ανταμείβομαι — ανταμείβομαι, ανταμείφτηκα και ανταμείφθηκα βλ. πίν. 8 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀνταμείβομαι — exchange pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμείβῃ — ἀνταμείβομαι exchange pres subj mp 2nd sg ἀνταμείβομαι exchange pres ind mp 2nd sg ἀνταμείβομαι exchange pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμειψόμεθα — ἀνταμείβομαι exchange aor subj mid 1st pl (epic) ἀνταμείβομαι exchange fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμειψόμεσθα — ἀνταμείβομαι exchange aor subj mid 1st pl (epic) ἀνταμείβομαι exchange fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμείβει — ἀνταμείβομαι exchange pres ind mp 2nd sg ἀνταμείβομαι exchange pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμείβουσιν — ἀνταμείβομαι exchange pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνταμείβομαι exchange pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμείψεται — ἀνταμείβομαι exchange aor subj mid 3rd sg (epic) ἀνταμείβομαι exchange fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμείψομαι — ἀνταμείβομαι exchange aor subj mid 1st sg (epic) ἀνταμείβομαι exchange fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμειβόμενοι — ἀνταμείβομαι exchange pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμειβόμενος — ἀνταμείβομαι exchange pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)