-
1 ανεπιμικτος
-
2 ανεπίμικτος
ος, ον необщительный, нелюдимый -
3 ασυναλλακτος
-
4 διαιτα
Iἥ1) (тж. δ. τῆς ζοῆς Her.) уклад, образ жизни, быт(εὐτελής Xen.; πτωχή Soph.; ἀνεπίμικτος Plut.)
ἥ ξυνηθης δ. Thuc. — повседневная жизнь;τὰ τῆς οἴκοι διαίτης Soph. — удобства домашнего быта2) местопребывание, жилище, помещение(δίαιται ὅπου κόρεις ὀλίγιστοι Arph.; sc. τοῦ νηκτοῦ ζῴου Arst.; ἥ παλλακίδων δ. Plut.)
δίαιταν ἔχειν παρά τινι и ἔν τινος (sc. οἴκῳ) Her. — жить у кого-л.3) предписанный врачами образ жизни, диэта(ἥ τεταγμένη δ. Plat.; φαρμάκοις καὴ διαίταις χρῆσθαι Arst.)
IIἥ третейский суд, арбитражἐπιτρέψαι δίαιτάν τινι Lys., Isocr., Isae., Dem., Arst. — передать дело на третейское решение кому-л.;
δίαιταν ὀφλεῖν Dem. — по третейскому суду быть признанным виновным
См. также в других словарях:
ανεπίμικτος — ἀνεπίμικτος, ον (Α) [επίμικτος] 1. μη αναμεμιγμένος με κάτι, καθαρός από ξένη πρόσμιξη 2. μη ερχόμενος σε επαφή με άλλους, ακοινώνητος, αποξενωμένος 3. (για τόπο) μη συχναζόμενος από ξένους 4. το ουδ. ως ουσ. το ανεπίμικτον η ανεπιμιξία* … Dictionary of Greek
ἀνεπίμικτος — unmixed with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιμίκτως — ἀνεπίμικτος unmixed with adverbial ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίμικτον — ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem acc sg ἀνεπίμικτος unmixed with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιμίκτοις — ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιμίκτου — ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιμίκτους — ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιμίκτῳ — ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίμικτα — ἀνεπίμικτος unmixed with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίμικτοι — ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)