Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνεμο-τρεφής

См. также в других словарях:

  • κηριτρεφής — κηριτρεφής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.) 2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι (< κήρ [Ι]) + τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο… …   Dictionary of Greek

  • πυριτρεφής — ές, ΜΑ αυτός που τράφηκε στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τρεφής (< τρέφος, το < τρέφω), πρβλ. ανεμο τρεφής, υδατο τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • τρέφος — ους, τὸ, Α θρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ τού τρέφω*, απ όπου τα σύνθ. σε τρεφής (πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ἁπαλο τρεφής)] …   Dictionary of Greek

  • χθονοτρεφής — ές, Α αυτός που τρέφεται από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ὑδατο τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • υδατοτρεφής — ές, Α αυτός που τρέφεται με νερό ή αυξάνεται από το νερό ή μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο τρεφής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»